ΘΕΣΕΙΣ
ΘΕΣΕΙΣ
1.
Από την εμφάνιση των εξουσιαστικών – ιεραρχικών συστημάτων και του κράτους ως δύναμη επιβολής της θέλησης των ολίγων, οι ολιγαρχίες αντιλαμβάνονται και οργανώνουν την κοινωνική ζωή «κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωση» του εαυτού τους. Αντιλαμβάνονται τον κόσμο, και κατ΄ επέκταση τη ζωή, μονοσήμαντα, μονοδιάστατα και ομοιόμορφα, κατά συνέπεια, κυριαρχικά. Γι΄ αυτό, όπου εμφανίζεται μια διαφορετική εκδήλωση και οργάνωση της κοινωνικής ζωής, η κυριαρχία έχει την τάση να την καταστέλλει. Και όταν δεν επαρκεί η καταστολή επιχειρεί να την αφομοιώσει και να την αποδεχθεί στο μέτρο που καταφέρνει να αυτοαναπαραχθεί μέσα της.
2.
Τα αστικά και αργότερα κρατικο–καπιταλιστικά, «σοσιαλιστικά» καθεστώτα που επιβλήθηκαν μετά από τις μεγάλες λαϊκές επαναστάσεις, από τον δέκατο όγδοο μέχρι και τον εικοστό αιώνα, αν και εναντιώθηκαν στη φεουδαρχία, στη μοναρχία, στη θεοκρατία και στο δεσποτισμό, σκόπιμα διαστρέβλωσαν τους αγώνες για την οργάνωση της κοινωνίας από τα κάτω προς τα πάνω.
Μέσα από ελιτίστικες αριστοκρατικές αντιλήψεις και δοξασίες μην έχοντας εμπιστοσύνη στις λαϊκές μάζες – οι λαϊκές μάζες δεν είναι ικανές να αυτοκυβερνηθούν – παραχάραξαν την αξίωση αυτών των επαναστάσεων για πολιτικές ελευθερίες, κοινωνική ισότητα, αδελφότητα και τον λαϊκό αυτοπροσδιορισμό και επέβαλαν συστήματα διακυβέρνησης που διατήρησαν τους θεσμούς των φεουδαρχικών -μοναρχικών καθεστώτων. (Γιατί, τι άλλο είναι ο θεσμός της πρωθυπουργίας, της προεδρίας, των υπουργών, του δημάρχου κτλ);.
Έτσι οι αστικές και μετέπειτα εργατικές μικροαστικές ελίτ εκμεταλλευόμενες τις τεράστιες προοπτικές που άνοιγαν οι λαϊκές επαναστάσεις, σφετερίστηκαν αυτή τη δυναμική προς όφελος του εαυτού τους και της τάξης που εκπροσωπούσαν. Από το αυτεξούσιο των εθνοσυνελεύσεων, των τομέων και της συντακτικής περάσαμε στην εξουσία του διευθυντηρίου και του Βοναπάρτη, αργότερα ενός Αδόλφου, ενός Μπενίτο και μυρίων άλλων και από το αυτεξούσιο των συμβουλίων – σοβιέτ και των εργατικών επιτροπών περάσαμε στην εξουσία μιας πολιτικής κλίκας , του κόμματος, του Πατερούλη των λαών και του Μεγάλου Τιμονιέρη.
Συμπύκνωσαν και μεγιστοποίησαν την ιεραρχία (πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας σε τέτοιο βαθμό), μέχρι τα έσχατα όριά της και στο τέλος στρατιωτικοποίησαν όχι μόνο όλες τις βαθμίδες των ανθρώπινων εκδηλώσεων, αλλά και το σύνολο της κοινωνικής ζωής.
3.
Μέχρι σήμερα, βλέπουμε να συμβιώνουν μονάρχες με κοινοβούλια, δικτάτορες και τύραννοι με δημοκρατικό προσωπείο, θεόσταλτοι σωτήρες, πατερναλιστές και πλήθος άλλοι σαλτιμπάγκοι, και όλα αυτά τα πολιτειακά συστήματα, φυσικά, αυτοαποκαλούνται λαϊκά δημοκρατικά.
Ακόμα και δίπλα στην πιο «μοντέρνα» φιλελεύθερη εκδοχή του συστήματος κυριαρχίας, το μοίρασμα της εξουσίας μεταξύ των ελίτ, δηλαδή της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης και της εναλλαγής των προσώπων στην εξουσία, συνυπάρχουν στην οικονομία και στην πολιτική, ο νεποτισμός (οικογενειοκρατία), το πολιτικό κληρονομικό δίκαιο, η προσωπολατρία, η ευνοιοκρατία, τα προνόμια και η διαφθορά.
Όλα τα παραπάνω είναι, ουσιαστικά, δομικά στοιχεία του καπιταλισμού και του κράτους, γιατί απλούστατα χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, ούτε η εξουσία των εκάστοτε πολιτικών ελίτ θα διαρκούσε για πολύ, ούτε φυσικά, η εκλογική πελατεία των κομμάτων.
4.
Η σύγχρονη δημοκρατία είναι μια τυπική αστική επίκληση των ατομικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Οι πολιτικές κάστες εκφραστές αυτής της δημοκρατίας στην πραγματικότητα από την μια προωθούν την λεγόμενη συμμετοχή στα κοινά που εξαντλείται στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και από την άλλη προωθούν την παραίτηση από τα κοινά με την επαγγελματοποίηση, κομματικοποίηση της πολιτικής ζωής, ενώ το λεγόμενο πλειοψηφικό σύστημα που διατυμπανίζουν καταρρέει από την μη αθρόα προσέλευση των ψηφοφόρων στις εκλογές. Φυσικά δεν τους απασχολεί να κυβερνούν μειοψηφικά αρκεί να μην υπάρξει κυβερνητικό κενό, διαλύουν τον κοινωνικό ιστό και εξατομικεύουν τα πρόσωπα προωθώντας από τη μία την ιδιώτευση ο σώζων εαυτό σωθήτω και από την άλλη τη μαζικοποίηση.
Μαζικοποίηση μέσα από τους μηχανισμούς ελέγχου της γνώμης, της συνείδησης και συμπεριφοράς, από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Μέσα που έχουν μετατραπεί σε τεράστιες μηχανές συμφερόντων, δύναμης (θυμίζοντας την δύναμη της προπαγάνδας που είχαν και έχουν οι εκκλησίες), προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου.
Μαζικά μέσα που προωθούν την διαιώνιση και επέκταση της κυριαρχίας κεφαλαίου και κράτους, με σχέση συγκοινωνούντων δοχείων, μεταξύ αυτών και των πολιτικών ελίτ, διαστρεβλώνοντας και διαπλάθοντας την ελεύθερη βούληση και την κριτική σκέψη των οικονομικά εκμεταλλευόμενων και πολιτικά καταπιεζομένων ανθρώπων.
Η κοινωνικότητα του καπιταλισμού και η έννοια του πολίτη δεν συνιστούν κοινωνία των πολιτών, αλλά, πληθυσμιακή συσσώρευση ιδιωτών–υπηκόων, οπαδών, ψηφοφόρων, καταναλωτών με υπέρτατο δικαίωμα, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κατανάλωση, είναι η «κοινωνία» των ιδιωτών (αρρώστων) με χίλια δυο αντικρουόμενα ιδιωτικά-ατομικά συμφέροντα που ιεραρχούνται, διαμορφώνονται και διαχειρίζονται από τις εκάστοτε πολιτικές ελίτ. Έτσι, η ελευθερία ταυτίζεται με την οικονομία της αγοράς και τη συσσώρευση του κέρδους.
Η ελευθερία είναι η αγορά, όχι των ιδεών και του πράττειν, αλλά αφενός της κατανάλωσης και της διακίνησης εμπορευμάτων, και αφετέρου του επιχειρείν των μεγαλοϊδιοκτητών της γης, των μέσων παραγωγής , των υπηρεσιών, του θεάματος – ακροάματος και των άυλων κεφαλαίων.
5.
Οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ, μέσα από το προσωπείο της λεγόμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας -σε όλες τις εκδοχές της- και μέσω της διαδικασίας των εκλογών, καλλιεργούν την αυταπάτη πως έτσι εκφράζεται η λαϊκή θέληση, δημιουργούν (ή επιβάλλουν όταν χρειάζεται) τις ανάλογες συναινετικές διαδικασίες και νομιμοποιούνται.
Με αυτή τη διαδικασία, ανεξάρτητα αν την επόμενη των εκλογών αναιρούνται οι υποσχέσεις, και τα προγράμματα των πολιτικών ελίτ και οι βεβαιότητες του λαού μετατρέπονται σε θολές καταστάσεις, αυτή η αντιπροσώπευση δεν μπορεί να ανακληθεί. Στερείται, έτσι, η δύναμη του λαού και μεταβιβάζεται στην κυρίαρχη τάξη και στην πολιτική ελίτ που την εκπροσωπεί.
Από την άλλη, όμως, κάθε εναλλαγή της κυβερνητικής εξουσίας κρύβει τη μεγαλύτερη δυνατή υπόσχεση αλλά και απάτη για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, ενώ αφαιρεί από τους ανθρώπους την συνείδηση ότι έχουν την δυνατότητα και μπορούν να παίρνουν αποφάσεις ως ίσοι μεταξύ ίσων για την κοινωνία.
Το μοντέλο της δήθεν διαδοχής συστημάτων πολιτικής διακυβέρνησης σε όλο τον πλανήτη (ενώ στην ουσία δεν αλλάζουν οι πολιτικές αλλά τα πρόσωπα), και του κοινοβουλευτισμού που προωθούν οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές εξασφαλίζει τη δυναμική ενσωμάτωση όλων εκείνων των στοιχείων που επιβάλλει σε κάθε χώρα μια κυρίαρχη ομάδα ελίτ επαγγελματιών πολιτικών, εξουσιοδοτημένη από τις οικονομικές ολιγαρχίες να λαμβάνει για λογαριασμό όλης της κοινωνίας αποφάσεις ακόμα και όταν επικαλούνται κατ΄ επίφαση φυσικά, τις επαναστατικές αξίες της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας.
6.
Ο νεοφιλελευθερισμός σαν κοινωνικοοικονομικό μοντέλο και ο ατομικισμός σαν αντίληψη που προάγονται και επιβάλλονται από τις κυρίαρχες ελίτ της τεχνογραφειοκρατίας και της πολιτικής, μαζί με την άρχουσα οικονομική τάξη, τείνουν να επικρατούν σαν κοινωνικές σχέσεις, ενώ το τέλος των ιδεολογιών που προβάλλουν οι κοινωνιολόγοι- απολογητές της κυριαρχίας, εξυπηρετεί την επιβολή και επικράτηση μόνο μιας ιδεολογίας: αυτής του νεοφιλελευθερισμού και του ατομικιστικού ωφελιμισμού.
Μέσω της ιδεολογικής τρομοκράτησης οι καπιταλιστές μας πείθουν (βλέπε τη θεωρία του μονόδρομου, όσον αφορά το οικονομικό μοντέλο «ελεύθερη» αγορά, “ανάπτυξη ή θάνατος” κτλ), ότι η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός, είναι τα καλύτερα πολιτειακά συστήματα.
Μέσω της στρατηγικής του φυσικού φόβου, ο καπιταλισμός έχει αδρανοποιήσει την καταπιεσμένη – εκμεταλλευόμενη κοινωνία από το όνειρο, τη διάθεση και την θέληση για αγώνες υπέρβασης και ανατροπής της σημερινής πραγματικότητας. Και βέβαια, όσο πιο φιλελεύθερος – μονεταριστικός γίνεται ο καπιταλισμός, τόσο περισσότερο έχει την ανάγκη της κρατικής βοήθειας για να καταστέλλει τις αντιδράσεις, που είναι ανέξοδη για τα αφεντικά, αφού τους παρέχονται αυτές οι υπηρεσίες δωρεάν.
Έτσι, όταν διεξάγονται κάποιοι αγώνες οι οποίοι τις περισσότερες φορές δεν είναι ούτε καν αμυντικοί- οπισθοδρομούν και χάνονται και τα ελάχιστα που είχαν μέχρι τότε κερδηθεί από τους προγόνους μας προλετάριους, φέρνοντάς μας σε μια κατάσταση να διεκδικούμε αυτό που ήδη υπάρχει. Δηλαδή, τις παλιές λαϊκές ελευθερίες, τις έστω και λίγες δημοκρατικές κατακτήσεις και εργατικά δικαιώματα.
Η ολοκληρωτική αναδόμηση του κοινωνικού ιστού και της συναίνεσης που είχε επιβληθεί την προηγούμενη ιστορική περίοδο, από την σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού μέσω του λεγόμενου κράτους πρόνοιας, των δημοκρατών ριζοσπαστών, μέσω του λεγομένου κράτους δικαίου και των μπολσεβίκων μέσω του λεγόμενου «σοσιαλιστικού» κράτους, τα τελευταία χρόνια αναιρείται. Αναιρούνται επίσης και οι κατακτήσεις που επιβλήθηκαν από τους αγώνες των εργαζομένων για βελτίωση των εργα-σιακών, παραγωγικών σχέσεων και αμοιβών τους.
Κατεδαφίζεται αυτή η συναίνεση, αυτή η μεταπολεμική ταξική συνεργασία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αυτό το οικοδόμημα «το μέγαρο του λαού και της δημοκρατίας» και σωριάζεται σαν χάρτινος πύργος, από τους επιγόνους αυτών των ιδεών, τους νεοσοσιαλ–φιλελεύθερους, (αφού πρώτα εξασφαλίσανε ότι δεν θα υπάρξει σοβαρή αντίσταση).
Στα χαλάσματα του πλειοδοτούν οι νέοι ολιγάρχες, στο χρηματιστήριο των υλικών κατεδάφισης. Χαλάσματα, που σαν υλικά ανακύκλωσης είναι μια διαρκής στόχευση από τη μεριά των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ και των νέων ολιγαρχιών του πλούτου στην χρησιμοποίηση τους για την αναδόμηση και αναδιάρθρωση του κράτους.
Το τέλος μιας ολόκληρης εποχής σηματοδοτεί κύρια για την μαρξιστική αριστερά, τα εξής: α. να θέσει στην καθημερινότητά της το ερώτημα καθαυτό: τι είναι το κράτος, ποιους σκοπούς και ποιους εξυπηρετεί τώρα και μελλοντικά (κάτι ξέρουν για την χρησιμότητα του οι φίλοι μας οι σο-σιαλφιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι δημοκρατικοί), και β. να αναθεωρήσει και να μετασχηματίσει την άποψή της γι΄ αυτό, αν θέλει να είναι επαναστατικά, ουμανιστικά και κοινωνικά ωφέλιμη.
7.
Το κράτος σήμερα αποκτά την πραγματική του μορφή. Αυτή για την οποία δημιουργήθηκε. Δηλαδή, το φύλακα και το εργαλείο της εκάστοτε άρχουσας τάξης, χωρίς κοινωνικά, δημοκρατικά, ηθικά, προσχώματα και επικαλύψεις.
Στις χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού η τεχνο-γραφειοκρατική[1], ιδεολογία του πραγματισμού, της λειτουργικότητας, της εργαλειακής χρήσης των ανθρώπων, των οικονομικών μεγεθών και της εμπορευματοποίησης, έχει μετατρέψει εκατομμύρια ανθρώπους σε πληθυσμιακές στοίβες, σε απλούς κατοίκους – καταναλωτές και σε νούμερα για στατιστικές. Από την άλλη, στις χώρες του πρώην «ανύπαρκτου» σοσιαλισμού, μιλάμε για τις ορδές των καταπιεσμένων της νέας εποχής που περιφέρονται από ανατολή σε δύση και από βορρά σε νότο, στροβιλίζοντας πάνω στα παγωμένα ερείπια που άφησε ο επιστημονικός μαρξιστο-λενινιστικός σοσια–λισμός, διεκδικώντας το τίποτα ή αυτό που ήδη υπάρχει, ή ψάχνοντας για ένα νέο μηχανοδιγο.
Αδιαφορώντας για την τεράστια δημόσια περιουσία που με τόσο κόπο επιτεύχθηκε από τους προγόνους εργάτες, αφέθηκε να περάσει στα χέρια μιας χούφτας ανθρώπων πρώην αξιωματούχων γραφειοκρατών[2] του παλιού κρατικο-κομματικού καθεστώτος και νυν ολιγαρχικών ελίτ του πλούτου και της πολιτικής.
Αυτή η αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου που συνέβη ποτέ στην ανθρωπότητα , ενώ από την άλλη διαλύθηκαν και ιδιωτικοποιήθηκαν δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες με βαθύτατα δυσμενείς για τις κοινωνίες αυτές, ανθρωπολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Αλλά για να υπερασπίσεις κάτι πρέπει να το αισθάνεσαι δικό σου ή τουλάχιστον ότι δικαιωματικά σου ανήκει, τέτοια ήταν και είναι η αποξένωση του εργαζόμενου λαού στις χώρες του πρώην υπαρκτού «σοσιαλισμού» από τα δημόσια πράγματα που ποτέ δεν αισθάνθηκε αυτά τα δημόσια πράγματα δικά του.
Έτσι περάσανε από τον κρατικό στον ιδιωτικό καπιταλισμό εν μία νυκτί. Επανίδρυσαν το κράτος οι πράκτορες της KGB τη νύχτα, και το πρωί το παρουσίασαν σαν δημοκρατική φιλελεύθερη λύση.
Ουσιαστικά, η επανίδρυση του κράτους συνέβη στης χώρες του ανατολικού μπλοκ, ενώ στην Δύση και ιδιαίτερα στην Δυτική Ευρώπη το κράτος αναδομείται από τους κυβερνητικούς κομισάριους, την τεχνογραφειοκρατική και πολιτική ελίτ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις βάρος των λαών της Ένωσης.
8.
Ο μαρξιστικός σοσιαλισμός (με τις δύο εκδοχές του την ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατική και την μπολσεβίκικη), αφού κυριάρχησε ιδεολογικά για σχεδόν έναν αιώνα, στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, μετά την κατάρρευση του έδωσε το πλεονέκτημα στον φιλελευθερισμό, να φαντάζει σαν νεωτερισμός πηγαίνοντας το κοινωνικό ζήτημα και την κοινωνική ιστορία πίσω διακόσια χρόνια.
Και αν το παλιό: «ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη», ή το πιο πρόσφατο: « η φαντασία στην εξουσία», ή το σημερινό: «να κάνουμε την επανάσταση χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία» (!) είναι η φαντασίωση των αδέσποτων παιδιών του μαρξισμού, και αν ένας νέος κεϋνσιανισμός και συντηρητικός κοινοτισμός φαντάζει σαν το νέο πρόταγμα αυτών που ζαλίστηκαν από την δίνη του νεοφιλελευθερισμού, της ελεύθερης αγοράς και του ατομικισμού, άλλο τόσο και ένας νέος κόσμος είναι εφικτός: αυτός της παγκόσμιας, αντιεξουσιαστικής, αντιιεραρχικής, αντιγραφειοκρατικής επανάστασης. Οι νέες κομμούνες του Παρισιού που θα έρθουν, γίνονται ξανά η προοπτική για το πέρασμα στην επίλυση του πραγματικού ταξικού ζητήματος, δηλαδή της κυριαρχίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτή είναι η αυλαία του 21ου αιώνα, που είναι ο αιώνας μας, και έτσι θα ανοίξει.
9.
Στο έμπα του νέου αιώνα του εκσυγχρονισμού, της τεχνολογίας και του μινιμαλιστικού κενού, της νεωτερικότητας όπως την ονομάζουν οι αστοί διανοούμενοι έχουμε να αντιμετωπίσουμε από τις εκδοχές της πολιτικής ολιγαρχίας, από την φιλελεύθερη και την σοσιαλ-φιλελεύθερη που κλίνουν όλο και περισσότερο προς τον αυταρχισμό, μέχρι τις θεοκρατικές δημοκρατίες τύπου Ιράν και τις λαϊκές δημοκρατίες τύπου Κίνας.
Η «νέα» παγκόσμια εποχή χαρακτηρίζεται από πολυποίκιλες κοινωνικο-οικονομικές συνιστώσες, που ο τρόπος της παραγωγικότητά τους κυμαίνεται από τον καπιταλισμό παλαιού τύπου «εντάσεως εργασίας», μέχρι τον καπιταλισμό νέου τύπου «εντάσεως κεφαλαίων», μεταπρατικές (ραντιέρικες) παλαιού τύπου μέχρι εμπορευματικές νέου τύπου, άντλησης κεφαλαίων από βρόμικες μολυσματικές βαριές βιομηχανίες παλαιάς τεχνολογίας. αλλά και από τη λεγόμενη «νέα οικονομία» γνώσης, πληροφορικής, υψηλής τεχνο-λογίας, χρηματιστηριακού και τραπεζικού κεφαλαίου. Χαρακτηρίζεται επίσης, από την «ανήθικη» οικονομία, λαθρεμπόριο όπλων, ναρκωτικών, δουλεμπόριο γυναικών, παιδιών και οικονομικών μεταναστών».
Το παγκόσμιο, αλλά και σε κάθε κράτος χωριστά οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον, οι σχέσεις και ο τρόπος παραγωγής, χαρακτηρίζονται από τάσεις «εργασιακού μεσαίωνα» και «νεοφεουδαρχικής» συσσώρευσης κεφαλαίων και πλούτου των εταιριών με μορφές ολιγοπωλιακές και μονοπωλιακές, που όλο και περισσότερο συμπράττουν, συνενώνονται και συγχωνεύονται σε πολυεθνικά καρτέλ λόγω του ανταγωνισμού. Τα πολυεθνικά καρτέλ αυτά, τείνουν να επηρεάζουν με σκοπό να καθορίζουν προς όφελος τους σε πλανητική κλίμακα τις πολιτικές εξελίξεις και τα πολιτικο -κοινωνικά συστήματα.
10.
Αυτός ο «εκσυγχρονισμός» έχει δυο πλευρές. Η μία του πλευρά δίνει τη δυνατότητα, για παράδειγμα, σε έναν φύ-λαρχο φεουδαλιστή από το Αφγανιστάν ή σε ένα γεωκτήμονα από την Βραζιλία ή την Αφρική, δηλαδή από τις «υποανάπτυκτες» οικονομίες, να επενδύει κεφάλαια σε ομόλογα των πιο προηγμένων κρατών της Δύσης, ή σε μετοχές εταιριών υψηλής τεχνολογίας ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος. Όπως επίσης και ένας καπιταλιστής επενδυτής από τις προηγμένες οικονομίες να παίζει στο χρηματιστήριο της Ινδίας, της Κίνας, της Τουρκίας κλπ.
Η άλλη πλευρά του έχει να κάνει με το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, που ήταν και είναι μια αγαπητή εργασία του καπιταλισμού από παλιά -την οποία ποτέ δεν απαρνήθηκε- γιατί η κερδοσκοπία και η εμπορευματοποίηση του συνόλου της ζωής πάνω στον πλανήτη είναι η επιδίωξη του. «Όλα είναι εμπόριο και συναλλαγή και τα υλικά και τα άυλα, πουλήστε και τον αέρα που αναπνέουμε», αρκεί να επιφέρουν κέρδος και κυριαρχία η οποία καταμερίζεται και ιεραρχικοποιείται ανάλογα με την θέση του καθενός στο σύστημα του «λαϊκού καπιταλισμού» ενώ η ανομολόγητη κρυφή επιθυμία των νέων και παλιών αφεντικών είναι η κινεζοποίηση των λαών και των εργαζομένων, δηλαδή μηδέν δικαιώματα, μόνο υποχρεώσεις και εκτέλεση εντολών, με εξευτελιστικούς μιστούς και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας.
Έτσι στις μέρες μας, και κύρια στην καπιταλιστική Δύση που κομπάζει για την δημοκρατικότητά της, αποκαλύπτεται και η τελευταία αυταπάτη και ο μύθος για την «δημοκρατία» του λαού. Αποκαλύπτεται το ψεύδος ότι εκφράζει την θέλησή του και επιλέγει τα πρόσωπα και τα πολιτικά προγράμματα μέσα από τις εκλογές[3]. Και ότι το κοινοβούλιο είναι ο εκφραστής της λαϊκής κυριαρχίας όπου μέσα σε αυτό παίρνονται οι αποφάσεις, ενώ στην ουσία πρέπει να μιλάμε για την δημοκρατία καθ΄ υπαγόρευση των πολυεθνικών εταιριών, των «αόρατων» μετόχων και των στρατηγικών επενδυτών.
Τα «σύγχρονα» πολιτειακά συστήματα, νεοφιλελεύθερα, σοσιαλιστικά, θεοκρατικά είναι ολιγαρχικά, είναι άδικα, κοινωνικά ανάλγητα και ληστρικά. Τείνουν προς το μονο-σήμαντο, την ομοιομορφία, το μονοδιάστατο, τη στρατιω-τικοποίηση της ζωής και τον ολοκληρωτισμό.
11.
Ο ανταγωνισμός, ως υπέρτατη αξία του σοσιαλφι-λελεύθερου συστήματος κυριαρχίας, είναι η πεμπτουσία του. Αποτελεί δομικό στοιχείο του και συνοψίζεται ως ο αεί «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Οι ρίζες του ανευρίσκονται σε αντιλήψεις και ιδεολογίες που συγκλίνουν σε μια ψευδή εικόνα για τη φύση η οποία περιγράφεται ως ένας χώρος ανταγωνισμού για την επιβίωση ή την εξαφάνιση. Από κει προκύπτουν και οι συνδυαστικές αναφορές στους θεσμούς των κοινωνικών συστημάτων για το «βασιλέα των ζώων», για τη «βασίλισσα στο μελίσσι», για τον «πόλεμο για την επιβίωση», ή στην αναφορά με αναγωγικό νόημα για το «μεγάλο ψάρι» που «τρώει το μικρό».
Ο κυρίαρχος ιεραρχικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας αιτιολογεί διαχρονικά την εγκληματική και αντικοινωνική του ύπαρξη μέσω αυτής της κατασκευασμένης εικόνας για τη φύση αιτιολογώντας όχι μόνο την κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση, την κυριαρχία του άνδρα στη γυναίκα, των γεροντότερων στους νεότερους, την κυριαρχία του εκμεταλλευτή στον εκμεταλλευόμενο, του διευθυντή στο διευθυνόμενο, αλλά και την κυριαρχία του κράτους στην ανθρώπινη κοινωνία.
Συμπερασματικά, το κράτος τοποθετείται ως η αναγκαία ασφαλιστική δικλείδα σύμφωνα με την οποία ρυθμίζονται οι όροι του ανταγωνισμού μέσω κανονισμών και διαταγμάτων προς εφαρμογή, επιβάλλοντας στο σώμα των καταπιεσμένων τεχνητούς ανταγωνισμούς με συνέπεια να διευρύνεται η ανισότητα.
Έτσι, είτε πρόκειται για τη φύση που «αλληλοσπαράσσεται» στο ποιο είδος «θα κυριαρχήσει», είτε για την κοινωνία, στο ποιο άτομο ή ποια κοινωνική ομάδα ή έθνος «θα επιβιώσει» έναντι των άλλων που θα «εξαφανιστούν», οι αντιλήψεις των εξουσιαστών σε όλη τη γη, σε όλα τα συστήματα, σε όλες τις θρησκείες, συγκλίνουν διαχρονικά σε μία : «ανταγωνίσου ή πέθανε».[4]
12.
Χωρίς τον ανταγωνισμό –τον πόλεμο όλων εναντίον όλων– όπως αναφέρουν οι αστοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι, σαν κίνητρο των ανθρώπων για δημιουργικότητα, φαντασία, παραγωγικότητα, καινοτομία, η ζωή θα ήταν μίζερη, ρουτινιάρικη, μονότονη. Ενώ, μέσω της κοινωνικής κινητικότητας, από την κατώτερη κοινωνικοοικονομική τάξη στην ανώτερη (όμως πάντα θα υπάρχει η κατώτερη), η επικράτηση του αμερικάνικου ονείρου , δηλ. η αντεπανάσταση, ο ατομικισμός και η μηχανοποίηση του ανθρώπου μέσω της αντίληψης «πιο γρήγορα, πιο δυνατά, πιο ψηλά, , πιο αποτελεσματικά», είναι η αξία του καπιταλισμού που την επιβάλλει σαν κοινωνική σχέση και συμπεριφορά. Ο κοινωνικός δαρβινισμός, ο ατομικισμός ο πόλεμος και ο ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων σχίζει τις κοινωνικές σχέσεις και συμβίωσης, απανθρωποποιεί και θηριοποιεί τους ανθρώπους αυξάνοντας την εγκληματικότητα, την παραβατικότητα, την κοινωνική παραίτηση και αδιαφο-ρία.
Ο ανταγωνισμός[5] σαν διάχυτη συνθήκη συγκρότησης των κοινωνικών πεδίων, σαν θεμελιακό στοιχείο κάθε εξουσιαστικού πολιτισμού αποτελεί βασικό στόχο πολεμικής για την αναρχική κοσμοαντίληψη και την επαναστατική της ηθική. Στον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία, η ανταγωνιστική συνθήκη οδηγεί στην αποσάθρωση όλων των κοινωνικών σχέσεων από τα κάτω, κάθε αυτόνομης θέσμισης των καταπιεσμένων. Η γενίκευση της διαμεσολάβησης και η κυ-ριαρχία της αγοράς συνθέτουν μια δύναμη προώθησης της ετερονομίας σε κάθε πτυχή της ζωής. Έτσι η κυρίαρχη τάξη, μέσω της κυβέρνησης, ρυθμίζει τους όρους του ανταγωνισμού, τόσο για να μην αλληλοεξοντώνονται τα αφεντικά όσο και για να ελέγχονται οι κοινωνικές – ταξικές εντάσεις και συγκρούσεις σε ασφαλή για αυτήν επίπεδα.
13.
Το καθεστώς της διαρκούς απειλής που επιβάλουν οι κυρίαρχες τεχνογραφειοκρατικές, στρατοκρατικές και πολιτικές ελίτ, με κύριες την Αμερικανική και την Ευρωπαϊκή, για την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των διατροφικών αναγκών σε παγκόσμια κλίμακα προς όφελος δικό τους και των εργοδοτών τους, στο σύνολο της καταπιεσμένης-εκμεταλλευόμενης ανθρωπότητας είτε στις λεγόμενες οικονομικά ανεπτυγμένες κοινωνίες, είτε στις υπό ανάπτυξη, έχει σαν συνέπεια να διογκώνει ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες και να αυξάνει τόσο τη σχετική, όσο και την πραγματική φτώχια.
Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και μεταξύ των χωρών, μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, φτάνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας σε τέτοια ύψη.
Το φυσικό περιβάλλον βρίσκεται σε πλήρη διαταραχή και οι οικολογικές ισορροπίες καταρρέουν στο βωμό της απλη-στίας των ολιγαρχιών για κέρδος και κυριαρχία[6], κάνοντας επισφαλή την διαβίωση σε πολλά μέρη στον πλανήτη, όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των υπόλοιπων έμβιων όντων.
Οι κυρίαρχες ελίτ προσπαθούν να διατηρήσουν, να ελέγξουν και να διαιωνίσουν αυτή την κατάσταση μέσω της στρα-τηγικής της λειτουργικής και ιδεολογικής τρομοκράτησης των εκμεταλλευομένων τάξεων και μέσα από το δίπτυχο «ασφάλεια θεσμική ανάπτυξη οικονομική» (η ελεύθερη οικονομία της αγοράς είναι μονόδρομος και το δημοκρατικό πολίτευμα είναι το καλύτερο δυνατό), ενώ μέσω της στρατηγικής του φόβου και της ανασφάλειας, αποσκοπούν στη συναίνεση για τον συλλογικό κοινωνικό έλεγχο και μέσω της καλλιέργειας της συλλογικής ευθύνης και ενοχής, π.χ. «όλοι φταίμε για το περιβάλλον», προωθούν τον πράσινο καπιταλισμό, τον οικο-καπιταλισμό.
14.
Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση (νεοαποικισμός), η απάτη του νεοφιλελευθερισμού και του άξιου τέκνου του, του σοσιαλφιλελευθερισμού, διασπά τις κοινότητες των ανθρώπων, ισοπεδώνοντας τις εθνότητες, τις διαφορετικές τοπικές κουλτούρες και πολιτισμούς, τις τοπικές οικονομίες, τις διατροφικές και τοπικές συνήθειες.
Οι παγκόσμιες ελίτ, με κύρια την αμερικάνικη, ξαναβγάζουν από την παλιά ντουλάπα τον κοσμοπολιτισμό, (βλέπε αμε-ρικανοποίηση ή αγγλοσαξονικός τρόπος αντίληψης) με την νέο ιμπεριαλιστική[7] πολιτική τους προσπαθούν να τον επι-βάλουν σαν νέα παγκόσμια κατάσταση και συμπεριφορά, προωθώντας μαζί με τα πολυεθνικά τραστ τον δημοκρατισμό-ρεπουμπλικανισμό την παγκόσμια διακυβέρνηση και το παγκόσμιο κράτος.
Ποτέ στο παρελθόν η ανθρωπότητα δεν ήταν τόσο απελπιστικά και ισοπεδωτικά ομοιόμορφη. Ποτέ στο παρελθόν δε συσσωρεύτηκε τόσος πολύς κοινωνικός πλούτος σε τόσο λίγα χέρια, σε σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση. Η λεγόμενη εποχή της πρωτοσυσσώρευσης του κεφαλαίου στην Βρετανία του 18oυ-19ου αιώνα φαντάζει αθώα ξεθωριασμένη γκραβούρα. Ενώ το 2020, χαρακτηρίστηκε σαν σημείο καμπής, αφού πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι αστικοί πληθυσμοί θα ξεπεράσουν αυτούς της υπαίθρου, με μεγάλες συνέπειες τόσο για την ίδια την ύπαιθρο (εγκατάλειψη, ερημοποίηση), όσο και για τις μεγάλες πόλεις λόγω γιγάντωσης και υπερπληθυσμού.
15.
Σε αντίθεση με τον νεοαποικισμό – παγκοσμιοποίηση που επιβάλουν, τον αστικό κοσμοπολιτισμό που προβάλουν και την παγκόσμια διακυβέρνηση που επιδιώκουν, οι υπερεθνικές άρχουσες τάξεις σε συνεργασία με τις τοπικές ελίτ, αλλά και τον εθνικισμό, φυλετισμό και τον σοβινιστικό πατριωτισμό που επικαλούνται οι αντιδραστικές (φασιστικές-ναζιστικές) ιδεολογίες και οι θρησκευτικές σκοταδιστικές μισαλλόδοξες δοξασίες (χριστιανικές, ισλαμικές, ιουδαϊκές κλπ), που προβάλλονται σαν αντίσταση και λύση στα προβλήματα της σημερινής κατάστασης, ενώ στην ουσία είναι διχαστικοί παράγοντες της ανθρωπότητας, ο διεθνισμός, η αυτοδιάθεση, η αυτονομία, η ισότιμη σχέση και η αλληλεγγύη των λαών, είναι ενοποιητικοί παράγοντες της ανθρωπότητας.
Επαναφέροντας στο λεξιλόγιο μας τις παλιές επαναστατικές αξίες και προσαρμόζοντάς τες στη σημερινή πραγματικότητα, το «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», και η αξιακή αρχή «η απελευθέρωση των λαών είναι έργο των ίδιων των λαών», φαντάζουν πιο επίκαιρες από ποτέ.
Η εθνότητα, η πατρίδα όπως και η ατομικότητα είναι ένα γεγονός φυσικό, κοινωνικό, φυσιολογικό. Είναι αποτέλεσμα μακράς ιστορικής ανάπτυξης και ταυτόχρονα είναι ένα παγκόσμιο γεγονός.
Όπως η ατομική διαφορετικότητα είναι πλούτος και ενοποιητικός παράγοντας για την ελεύθερη κοινωνία, έτσι και οι ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες μιας εθνότητας και ενός λαού, η γλώσσα του, τα έθιμα του, ακόμα και οι διατροφικές του συνήθειες, είναι παγκόσμιος πλούτος, κληρονομιά και ενοποιητικός παράγοντας της παγκόσμιας ζωής της ανθρω-πότητας. Γι΄αυτό «…Είμαστε πατριώτες όλων των κατάπιεσμένων πατρίδων…». Mιχαήλ Μπακούνιν,1870
16.
Η πατρίδα (ή μητρίδα, αν θέλετε) αντιπροσωπεύει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα κάθε ανθρώπου, κάθε ομάδας ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, εθνών, να ζουν, να αισθάνονται, να σκέφτονται και να θέλουν να δρουν με τον δικό τους τρόπο. Ο άνθρωπος, εκτός από την αγάπη για τη γη του, τη γλώσσα του, αγαπάει τον τόπο που γεννιέται και εκπολιτίζεται και δένεται με τους άλλους ανθρώπους .
Το κράτος[8], δεν είναι χώρα – πατρίδα (ή μητρίδα), είναι η μεταφυσική μυστικιστική και νομική φαντασίωση της πατρίδας. Είναι ένα τέχνασμα κατασκευασμένο για να ευνοεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπως ο φιλελεύθερος ατομικισμός είναι ένα τέχνασμα για την ελευθερία των αφεντικών. Το κράτος, είναι ένα ιστορικό αλλά παράλληλα και απάνθρωπο δημιούργημα των αρχουσών ελίτ που διέπεται από αρχές αποφασισμένες:
1) Να διατηρούν διά της βίας άδικες μορφές ιδιοκτησίας, που οδηγούν στην φτώχεια και στα κακά που αυτή προκαλεί (σωματικά, πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά), στην παθο-λογική πλεονεξία, τον φόβο και την εμπορευματοποίηση όλων των αξιών.
2) Να γεννούν ενοχή, απογοήτευση, σύγχυση, άγχος και εχθρότητα, μέσω πληθώρας αυθαίρετων νόμων και διατάξεων.
3) Να συμβάλλουν στην ενστάλαξη μιας ψευδούς αντίληψης των αξιών, δίδοντας έμφαση σε άσχετα ή βλαβερά “ηθικά καθήκοντα”, όπως η υπακοή στις απαιτήσεις της πολιτικής, θρησκευτικής ή όποιας άλλης εξουσίας, όσο ανούσιες ή ανήθικες κι αν είναι οι απαιτήσεις αυτές.
4) Να προσφέρουν ένα αποθαρρυντικό παράδειγμα απερίγραπτης βαρβαρότητας και αδιαφορίας απέναντι στον πόνο, μέσω της στρατιωτικής του δράσης, της οικονομικής του πολιτικής και της αντιμετώπισης αυτών που δεν συμμορφώνονται.
5) Να υπονομεύουν την κοινότητα και την προσωπική ευθύνη, καθιερώνοντας τον έλεγχό του σε όλους τους τομείς της ζωής.
17.
«Το κράτος είναι η οργανωμένη εξουσία, κυριαρχία και δύναμη που οι ιδιοκτητικές τάξεις ασκούν στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες… η πλέον οφθαλμοφανής, κυνική ολοκληρωτική και εγκληματική άρνηση της ανθρωπιάς και της κοινωνίας[9]. Καταστρέφει την καθολική αλληλεγγύη μεταξύ όλων των ανθρώπων της γης και οδηγεί μερικούς από αυτούς σε συ-νεργασία με μοναδικό στόχο να καταστρέψουν, να κατακτήσουν και να υποδουλώσουν όλους τους άλλους…
Αυτή η οφθαλμοφανής άρνηση της ανθρωπιάς, που συνιστά την ίδια την ουσία του κράτους, αποτελεί από την σκοπιά του κράτους το υπέρτατο καθκον και την μεγαλύτερη αρετή του. Έτσι, το να προσβάλλει, να καταπιέζει, να απογυμνώνει, να λεηλατεί, να δολοφονεί ή να υποδουλώνει κάποιος τον συνάνθρωπό του, θεωρείται συνήθως έγκλημα. Από την άλλη μεριά, από την σκοπιά των εθνικιστών και του πατριωτισμού, όταν τα ίδια πράγματα γίνονται στην δημόσια ζωή για την μεγαλύτερη δόξα του κράτους και την διατήρηση και επέκταση της εξουσίας του, μετατρέπονται όλα σε καθήκον και αρετή.
Αυτό εξηγεί το γιατί όλη η ιστορία των αρχαίων και των σύγχρονων κρατών δεν είναι παρά μια σειρά ειδεχθών εγκλημάτων, διότι οι βασιλιάδες και οι υπουργοί του παρελθόντος και του παρόντος, όλων των εποχών και όλων των χωρών – πολιτικοί, διπλωμάτες, γραφειοκράτες και πολεμιστές– αν κριθούν από την άποψη της απλής ηθικής και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αξίουν εκατό, χίλιες φορές την ποινή των καταναγκαστικών έργων ή της κρεμάλας. Δεν υπάρχει φρικαλεότητα, ωμότητα, ανοσιούργημα, ψευδορκία, απάτη, ανήθικη συναλλαγή, κυνική ληστεία, θρασύτατη λεηλασία ή βρομερή προδοσία, που να μην έχει διαπραχθεί ή να μην διαπράττεται καθημερινά από τους εκπροσώπους των κρατών, χωρίς κανένα άλλο πρόσχημα εκτός από εκείνη την τόσο «ελαστική», τόσο βολική κι όμως τόσο φοβερή φράση: «για κρατικούς λόγους ». Μιχαήλ Μπακούνιν,1870
18.
Οι παλιές αυτοκρατορικές συγκροτήσεις όπως και η μετέπειτα δημοκρατικές συσπειρώσεις περιοχών σε ομοσπονδίες τύπου ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, κλπ, αλλά και οι σημερινές ηπειρωτικές συσπειρώσεις κρατών τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης[10] δεν είναι ενοποιητικός παράγοντας των λαών και της ανθρωπότητας, αφού επιβάλλεται αυτή η ενοποίηση από τα πάνω με την οικονομική βία, τον πολιτικό εκβιασμό και την επικυριαρχία, αλλά γεωπολιτικά συμφέροντα των αρχουσών οικονομικών τάξεων και των τεχνογραφειο-κρατικών πολιτικών ελίτ που τις εκπροσωπούν.
Ενοποιητικός παράγοντας είναι ο διεθνισμός που σέβεται τις εθνολογικές ιδιαιτερότητες των λαών. Ο διεθνισμός που προάγει την αλληλεγγύη και την ισότιμη πολιτική, πολιτιστική οικονομική και ανταλλακτική σχέση και συνεργασία των λαών.
Ο κοινοτικός ομοσπονδισμός και ο συνομοσπονδισμός των περιοχών, είναι ο αντικρατικός επίλογος που σαν εισαγωγή προϋποθέτει την αυτοδιάθεση και την αυτονομία των χωρών και των λαών και σαν κεντρικό θέμα έχει την γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση μέσω της παγκόσμιας κοινωνικής επανάστασης.
Μόνο έτσι θα ενοποιηθούν οι πατρίδες και από πολίτες ενός τόπου και μιας χώρας, θα γίνουμε και πολίτες του κόσμου και κατ’ επέκταση πολίτες του σύμπαντος.
Πειραιάς – Δραπετσώνα
Μάρτης 2008
Αντί Επιλόγου
Η πνευματική και αγωνιστική παρακαταθήκη των προγόνων μας αναρχικών, είναι αγνοημένη από πολλούς «νέο αναρχικούς», αλλά και συκοφαντημένη έως διαστρεβλωμένη από τους εξουσιαστές και ιδιαίτερα από τους μαρξιανούς εξουσιαστές σοσιαλιστές όλων των τάσεων, έως τους σημε-ρινούς νεομαρξιστές, μεταμαρξιστές που επιχειρούν μέσα από μια ιδεολογική σούπα να οικειοποιηθούν καθαρά αναρχικές αξιακές αντιλήψεις χωρίς να αναφέρονται σε αυτές μη τυχόν και υποτιμηθούν.
Δεν είναι απορίας άξιο για μας το ότι όλοι αυτoί (νεο μαρξιστές, μεταμαρξιστές, νεοφιλελεύθεροι, νέο ατομικιστές), μπορούν να αναφέρονται σε ένα αρχαίο παρελθόν ή στο απώτερο παρελθόν που τους βολεύει, ενώ όταν το επιχειρούμε εμείς μας κατηγορούν ως παρελθοντολόγους. Μπορούν να επικαλούνται το τέλος της ιδεολογίας, αλλά ταυτόχρονα να αναφέρονται στην ιδεολογία, και όταν αναφερόμαστε εμείς στις ιδέες μας να μας κατηγορούν για ψευδή συνείδηση. Είναι επίσης, όλοι αυτοί που ξαναδιαβάζουν τους Στίρνερ, Νίτσε, κλπ ,δηλαδή διανοητών του 19ου αιώνα, ενώ όταν το κάνουμε εμείς αναφορικά με τους διανοητές της κοινωνικής αναρχίας μας λένε παλαιολιθικούς. Ας τελειώνουμε λοιπόν, με αυτή την υποκρισία!
Η ιστορική κοινωνική αναρχία και η αγωνιστική και πνευματική παράδοση μας ως αναρχικοί, μας είναι «χρήσιμη» για πολλούς λόγους. Σταχυολογούμε μερικούς από αυτούς:
α) Να εμπλουτίσουμε τις θεμελιακές αξιακές μας σταθερές στις σημερινές συνθήκες.
β) Να γονιμοποιήσουμε την επαναστατική εμπειρία του χθες με την επαναστατική εμπειρία που αποκτιέται από τους σημερινούς αγώνες (καθώς οι ανάγκες και οι συνθήκες του αγώνα είναι διαφορετικές), γιατί η επαναστατική εμπειρία μέσα στο χρόνο είναι διαρκής και αμετάβλητη ως προς τους στόχους της, όσο διαρκής και αμετάβλητη είναι μέχρι σήμερα η κυριαρχία και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
γ) Να προσπαθούμε να μην μεταφέρουμε λάθη, παραλείψεις, αδυναμίες και ανεπάρκειες του παρελθόντος στο σήμερα, χωρίς να θυσιάζουμε το παρόν στο παρελθόν.
δ) Να κατανοήσουμε τα όνειρα, τις επιθυμίες και τις αγωνίες των παλαιότερων αγωνιστών που έδωσαν ακόμα και την ζωή τους αγωνιζόμενοι για τις ιδέες και τα ιδανικά της Αναρχίας.
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ
1) Ο Μπακούνιν, στο έργο του «Θεός και Κράτος», αντιμετωπίζει τους έμφυτους κινδύνους ενός συστήματος που ενώνει την πολιτική εξουσία με την τεχνικο-επιστημονική επιτηδειότητα. Φοβάται ότι το αυθόρμητο της ζωής κατάστρέφεται, εξ αιτίας της «άνωθεν» επιβολής των ανα-πτυξιακών σχεδίων των επαϊόντων. Επειδή διακατέχεται από μία αξιοσημείωτη εμπιστοσύνη προς τη δημιουργική ικανότητα των ελευθέρα συνεργαζομένων ατόμων, συμπεραίνει ότι ή ζωή είναι «μία υπόθεση απείρως μεγαλύτερη της επιστήμης». Υποστηρίζει ότι τα συγκεντρωτικά σχέδια, όποιες και αν είναι οι αξίες τους, περιορίζουν τη δημιουργικότητα και την υπευθυνότητα των προσώπων- εμποδίζουν, παρά τις υποσχέσεις μιας μελλοντικής απελευθέρωσης, τη γενική εξέλιξη αυτών των τυπικά ανθρωπίνων ιδιοτήτων. Δημιουργείται, τοιουτοτρόπως, «μία κοινωνία όχι ανθρώπων άλλα ζώων».
Επί πλέον, μολονότι αποδέχεται την υπόθεση ότι τα σχέδια υποκινούνται από καλές προθέσεις («εμπνέονται από την πιο αγνή αγάπη για την αλήθεια»), υποστηρίζει ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα, διότι εισέρχεται στο παιχνίδι ένα ακόμη κίνητρο: ή διατήρηση της εξουσίας και των προνομίων των σχεδιαστών.
Αυτές οι κριτικές αποτελούν, εν μέρει, μια διεύρυνση εκείνων πού είχαν διατυπωθεί εναντίον τον πιο παραδοσιακών μορφών της γραφειοκρατικής κυριαρχίας, αλλά στην περίπτωση του τεχνικο-επιστημονικού ελέγχου πρέπει να εξετασθούν και άλλοι παράγοντες.
Ένας από τους σπουδαιότερους είναι ο φενακισμός των κοινωνικών διαδικασιών, ο παραγόμενος από την εξειδίκευση που καθίσταται συνεχώς μεγαλύτερη, εξ αιτίας μιας εκτεταμένης και περίπλοκης τεχνολογίας. Η ολοκληρωμένη παιδεία της κοινωνίας, την οποία εγκωμίασαν ο Μπακούνιν και πολλοί άλλοι αναρχικοί, γίνεται όλο και πιο «ακατόρθωτη», η ελλιπής διάδοση της γνώσης, των τεχνικών ικανοτήτων και του ελέγχου οδηγεί τη νέα κυρίαρχη τάξη των τεχνο-γραφειοκρατών προς μία μορφή κυριαρχίας άνευ προηγου-μένου.
«…Έτσι δε θα υπάρξουν πια τάξεις, αλλά μία κυβέρνηση —και σημειώστε το καλά—, μία κυβέρνηση εξαιρετικά πολύπλοκη, ή όποια, μι όντας ευχαριστημένη, όπως όλες οι άλλες σύγχρονες κυβερνήσεις, με το να κυβερνά και να διαφεντεύει πολιτικά τις μάζες. Θα τις διευθύνει και οικονομικά, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση της παραγωγής και της “δίκαιης” διανομής των αγαθών, της γεωργίας, της δημιουργίας και της ανάπτυξης των εργοστασίων, καθώς και την οργάνωση και τον έλεγχο του εμπορίου, ακόμη και την επένδυση των κεφαλαίων στην παραγωγή μέσω ενός μοναδικού τραπεζίτη, δηλαδή του Κράτους.
Όλη αυτή ή δραστηριότητα θα απαιτήσει πολλές γνώσεις και πάρα πολλούς εγκεφάλους, θα είναι το βασίλειο της επι-στημονικής ευφυΐας, το πιο αριστοκρατικό, δεσποτικό, αλαζονικό και περιφρονητικό άπ’ όλα τα καθεστώτα. Θα υπάρξει μία νέα τάξη, μία νέα ιεραρχία αληθινών ή ψευδο-επιστημόνων και ό κόσμος θα διαιρεθεί μεταξύ μίας κυρίαρχης μειοψηφίας τεχνοκρατών και μίας τεράστιας άμαθους πλειοψηφίας. Και τότε, αλίμονο στις αμαθείς μάζες!…» Μιχαήλ Μπακούνιν, 1880
2) H γραφειοκρατία είναι μια μορφή οργάνωσης κατά την οποία οι αποφάσεις παίρνονται στην κορυφή, τις οποίες πρέπει να υπακούουν οι από κάτω και μεταφέρονται διαμέσου μιας σειράς διαταγών όπως σε ένα στρατό. Mια γραφειο-κρατία δεν είναι μια αληθινή κοινότητα, η οποία προϋποθέτει ένα σύνδεσμο ίσων ανθρώπων που παίρνουν τις αποφάσεις από κοινού και τις μεταφέρουν έξω από το σύνδεσμο επίσης από κοινού.
3) Ο Μιχαήλ Mπακούνιν λέει για τις εκλογές (να σημειώσουμε ότι την εποχή που ο Μπακούνιν έγραφε αυτά τα άρθρα δεν υπήρχαν τα κόμματα με την μορφή που έχουν στις μέρες μας σαν λόμπι και μηχανές οπαδών, ούτε ήταν τόσο γενικευμένο το σύστημα των επαγγελματιών πολιτικών, ούτε φυσικά είχε μαζικοποιηθεί η ψήφος):
“… Το Κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ίδια η κυριαρχία κι η εκμετάλλευση τακτοποιημένη και συστηματοποιημένη. Θα επιχειρήσουμε να το αποδείξουμε αυτό εξετάζοντας τις συνέπειες της κυβέρνησης πάνω στις λαϊκές μάζες από μια μειοψηφία, εξ αρχής έξυπνη κι αφιερωμένη αν θέλετε, σ’ ένα ιδανικό Κράτος, θεμελιωμένο πάνω σε μια ελεύθερη σύμβαση. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση αποτελείται μόνον απ’ τους καλύτερους πολίτες. Κατ’ αρχήν αυτοί οι πολίτες είναι προνομιούχοι όχι δικαιωματικά, αλλά ουσιαστικά. Έχουν εκλεγεί απ’ το λαό επειδή είναι οι πιο νοήμονες, έξυπνοι, σοφοί, θαρ-ραλέοι κι αφιερωμένοι. Διαλεγμένοι απ’ τη μάζα των πολιτών, που θεωρούνται όλοι ίσοι, δεν αποτελούν ακόμη μία ξεχωριστή τάξη, αλλά μια ομάδα ανθρώπων προνομιούχα μόνον εκ φύσεως και γι’ αυτό το λόγο ξεχωρισμένη προς εκλογή απ’ το λαό. Ο αριθμός τους είναι αναγκαστικά πολύ περιορισμένος, σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις χώρες ο αριθμός των ανθρώπων προικισμένων με τόσο αξιοσημείωτες ικανότητες ώστε αυτομάτως να έχουν την ομόφωνη αποδοχή από ένα έθνος, όπως η εμπειρία μας διδάσκει, είναι πολύ μικρός. Ως εκ τούτου, κάτω απ’ τον κίνδυνο μιας κακής επιλογής, ο λαός θά΄ναι πάντοτε αναγκασμένος να επιλέξει τους κυβερνήτες του ανάμεσα σ’ αυτούς.
Έτσι, λοιπόν, η κοινωνία διαιρέθηκε σε δύο κατηγορίες, για μην πω ακόμη δύο τάξεις, εκ των οποίων η μία, αποτελούμενη απ’ την τεράστια πλειοψηφία των πολιτών, υποστηρίζει ελεύθερα την κυβέρνηση των εκλεγμένων ηγετών της, η άλλη, σχηματιζόμενη από ένα μικρό αριθμό από προνομιούχες φύσεις, αναγνωρίστηκε κι έγινε δεκτή ως τέτοια απ’ το λαό, και επιφορτίστηκε απ’ αυτόν για να τον κυβερνά. Ανάλογα με τη λαϊκή εκλογή, είναι εξ αρχής διακεκριμένοι από τη μάζα των πολιτών μόνον απ’ τις ιδιαίτερες ικανότητές τους που προκρίνουν για την επιλογή τους κι είναι φυσικά, οι πιο αφοσιωμένοι και χρήσιμοι απ’ όλους. Δεν εκχωρούν ακόμα στους ίδιους κάποιο προνόμιο, κάποιο συγκεκριμένο δικαίωμα, εκτός από εκείνο της άσκησης, στο βαθμό που οι άνθρωποι το επιθυμούν, των ειδικών υπηρεσιών που τους έχουν ανατεθεί. Κατά τα λοιπά, απ’ τον τρόπο ζωής τους, απ’ τις προϋποθέσεις και τα μέσα για τη διαβίωσή τους, δε διαφέρουν καθόλου απ’ όλους τους άλλους, έτσι ώστε πλήρης ισότητα εξακολουθεί να επικρατεί σ’ όλους. Μπορεί αυτή η ισότητα να διατηρηθεί για καιρό; Εμείς ισχυριζόμαστε ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο ν’ αποδειχθεί.Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο απ’ την ατομικιστική ηθική του κάθε ανθρώπου όσο η συνήθεια της κυριαρχίας. Ο καλύτερος άνθρωπος, ο πιο έξυπνος, ανιδιοτελής, γενναιόδωρος, καθαρός, πάντοτε κι αναπόφευκτα θα διαφθαρεί σ’ αυτήν τη συναλλαγή.
Δύο αισθήματα έμφυτα στην εξουσία ποτέ δεν αποτυγχάνουν να παράγουν αυτήν την εξαχρείωση· αυτές είναι: περιφρόνηση για τις μάζες κι η υπερεκτίμηση των πλεονεκτημάτων του ενός. “Οι μάζες”, λέει ένας άνθρωπος στον εαυτό του αναγνωρίζοντας την ανικανότητά τους να κυβερνούν για λογαριασμό τους, “έχουν εκλέξει εμένα ως επικεφαλή τους. Με την εν λόγω πράξη έχουν δηλώσει δημοσίως την κατωτερότητά τους και την ανωτερότητά μου. Ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας δύσκολα τίποτε κοινό με τον εαυτό μου, είμαι ο μόνος ικανός να διευθύνω τις δημόσιες υποθέσεις. Οι άνθρωποι μ’ έχουν ανάγκη· δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τις υπηρεσίες μου, ενώ, αντιθέτως εγώ, μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου· αυτοί, παρόλα αυτά, πρέπει να με υπακούν για το δικό τους καλό, και υποκρινόμενος ότι τους υπακούω, τους κάνω χάρη”.
Δεν υπάρχει σ’ όλο αυτό κάτι που κάνει έναν άνθρωπο να χάσει το μυαλό του και την καρδιά του, και να γίνει τρελός από υπερηφάνεια; Είναι, γι’ αυτό το λόγο, η ίδια η εξουσία κι η συνήθεια της κυριαρχίας που κάνει ακόμα και τους πιο έξυπνους κι ενάρετους ανθρώπους, πηγή παραλογισμών,
τόσο διανοητικών όσο και ηθικών. Μπακούνιν: Η εξουσία διαφθείρει τους καλύτερους, 1867
«…Η Μαρξιστική θεωρία λύνει πολύ απλά αυτό το δίλημμα. Λέγοντας Λαϊκή Κυριαρχία εννοούν την κυριαρχία ενός μικρού αριθμού αντιπροσώπων που έχουν εκλεγεί απ’ το λαό. Το γενικό και το ατομικό δικαίωμα να εκλέγει κανείς τους λαϊκούς αντιπροσώπους και τους κυβερνήτες του Κράτους είναι η τελευταία λέξη των μαρξιστών, όπως επίσης και των δημο-κρατών. Αυτό αποτελεί ένα ψέμα πίσω απ’ το όποιο κρύβεται ο δεσποτισμός της άρχουσας μειοψηφίας, ένα ψέμα πού γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο γιατί εμφανίζεται ότι εκφράζει την αποκαλούμενη λαϊκή θέληση. Τελικά απ’ οποία άποψη κι αν εξετάσουμε αυτό το θέμα, καταλήγουμε πάντοτε στο ίδιο λυπηρό συμπέρασμα, την κυριαρχία των μεγάλων λαϊκών μαζών από μια προνομιούχα μειοψηφία.
Οι μαρξιστές λένε ότι η μειοψηφία αυτή θ’ αποτελείται από εργάτες. Ναι, πιθανόν από πρώην εργάτες, οι οποίοι μόλις γίνουν κυρίαρχοι πάνω στους λαϊκούς αντιπρόσωπους θα πάψουν να είναι εργάτες. και θα κοιτούν τις απλές εργατικές μάζες απ’ τα ύψη του κυβερνητικού βάθρου, δεν θα εκπροσωπούν πια το λαό παρά μόνο τον εαυτό τους και τις απαι-τήσεις πού έχουν για την άσκηση της εξουσίας πάνω στο λαό. Εκείνοι πού αμφιβάλλουν γι’ αυτό γνωρίζουν πολύ λίγο την Ανθρώπινη φύση.
Οι Μαρξιστές λένε ότι αυτοί οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα είναι αφοσιωμένοι και καλλιεργημένοι Σοσιαλιστές. Οι εκφράσεις «καλλιεργημένος Σοσιαλιστής», «Επιστημονικός Σοσιαλισμός» κλπ, που εμφανίζονται συνεχώς στους λόγους και στα κείμενα των οπαδών του Λασσάλ και του Μαρξ, αποδεικνύουν ότι το ψευτολαϊκό Κράτος δεν θα είναι τίποτ’ άλλο παρά ο δεσποτικός έλεγχος του πληθυσμού από μια νέα και καθόλου μεγάλη αριθμητικά, αριστοκρατία πραγματικών και ψευτο-επιστημόνων. Οι «αμόρφωτοι» άνθρωποι θ’ απαλ-λαγούν εντελώς από τη φροντίδα της διοίκησης και θα τύχουν τη μεταχείριση μιας πειθαρχημένης αγέλης. Τι θαυμάσια απελευθέρωση πραγματικά!…» Μιχαήλ Μπακούνιν
Και μια πιο «σύγχρονη» θέση: «… Ο Κλαρκ αναλύει την μπακουνική άρνηση της εκλογικής πολιτικής σε σχέση με το συγκεκριμένο επίπεδο του κοινωνικού αγώνα. Αν το επαναστατικό κίνημα αποτελεί την πλειοψηφία, κάθε σκέψη για συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες κρίνεται θανατηφόρα, διότι «θα ενδυνάμωνε την νομιμοποίηση» των υπαρχουσών μορφών κυριαρχίας, τη στιγμή μάλιστα που το πλειοψηφικό κίνημα μπορεί κάλλιστα να κινηθεί προς την αποκεντρωμένη, συμμετοχική και ελευθεριακή θέσμιση της κοινωνίας. Όταν το επαναστατικό κίνημα αποτελεί τη μειοψηφία, η υιοθέτηση της εκλογικής τακτικής κρίνεται εξίσου θανατηφόρα, διότι αφ΄ ενός μεν εμποδίζει την ανάδυση και την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων αμεσοδημοκρατικών αγώνων, αφ΄ ετέρου δε, οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια θα λέγαμε, «στη δημιουργία ενός νέου στρώματος ηγετών στης τάξης των εργαζομένων». … Xρειάζεται να δούμε την αναρχική άρνηση συμμετοχής στης εκλογές σε σχέση με το συγκεκριμένο επίπεδο του κοινωνικού αγώνα στο σήμερα.
«…H άρνηση της εκλογικής πολιτικής δεν έχει το χαρακτήρα της μικροαστικής απάθειας και αποχής, που παρατηρείται στις μέρες μας, ούτε το χαρακτήρα της «άρνησης για την άρνηση», αλλά απορρέει οργανικά από τη βαθειά πίστη των αναρχικών στην ικανότητα όλων των ανθρώπων για αυτοπροσδιορισμό και αυτοστοχασμό, εδράζεται δηλαδή, στη θεμελιώδη αναρ-χική αρχή της Αυτοδιεύθυνσης. Στη σημερινή πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μας, δε μπορεί να κριθεί η αντιεκλογική πολιτική των αναρχικών εν σχέση με την κατάσταση του επαναστατικού κινήματος. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για επαναστατικό κίνημα, είτε πλειο-ψηφικό είτε μειοψηφικό. Και δεν μπορεί να γίνει λόγος, διότι απλούστατα δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη κάποιων ομάδων και ατόμων, που προβαίνουν σε ορισμένες ενέργειες στο μέτρο των δυνατοτήτων τους. Μια τέτοια συγκυρία, όμως, δεν αίρει την αναρχική αντιεκλογική άποψη.
Ο αναρχικός δεν μπορεί να εννοηθεί, παρά μόνο ως ηθική οντότητα. Και ηθική οντότητα σημαίνει, λειτουργία στη βάση της λογικής των ποιοτήτων του καλού και του κακού, του δέοντος και του μη δέοντος. Ανεξάρτητα, λοιπόν από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του ταξικού και του κοινωνικού αγώνα καθώς και ανεξάρτητα από το επίπεδό τους, ο αναρχικός και ο αναρχισμός δεν μπορούν ως εκ της φύσεως τους να μετέχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ποσοτική λογική του «μικρότερου κακού», που χαρακτηρίζει καίρια την εκλογική διαδικασία.
Πέρα όμως από αυτή την ηθική διάσταση, η αναρχική αντιεκλογική πολιτική ενέχει και τη δική της φιλοσοφική διάσταση. Και εννοούμε τη θεμελίωσή της στον πλατωνικό «πρωταγόρειο μύθο» και στη γενικότερη αρχαιοελληνική σκέψη. Η εκλογική διαδικασία αυτή καθ΄ εαυτή αναγάγει την πολιτική, δηλαδή την οργάνωση της κοινωνίας, σε τεχνική. Όπως υπάρχουν άνθρωποι που κατέχουν την ιατρική τεχνική, άλλοι τη δικηγορική, άλλοι την οικοδομική, κ.ο.κ., υπάρχουν και κάποιοι που κατέχουν την πολιτική τεχνική, για την άσκηση της οποίας επιζητούν τη ψήφο των άλλων. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του κοινοβουλευτισμού και της σύγχρονης κατεστημένης «πολιτικής» δεξιάς και αριστεράς.
Στον αντίποδα αυτής της «πολιτικής των ειδικών» τοποθετείται η αναρχική φιλοσοφία, που συλλαμβάνει τη διεύθυνση των κοινών, δηλαδή την αυθεντική πολιτική, ως ανήκουσα στο σύνολο των ανθρώπων, που εύστοχα ονομάστηκε από τον Αισχύλο «πολισσούχος λεώς». Αλλά από την ίδια ακριβώς λογική εμφορείται και η αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη. Όλοι να μετέχουν στην πολιτική, υποστηρίζει ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα. Διότι, δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις, αν μετείχαν μόνο λίγοι, όπως γίνεται στις άλλες τέχνες. «… Πάντες μετεχόντων . Ού γαρ αν γένοιντο πόλεις, ει ολίγοι αυτών μετέχειεν ώσπερ των άλλων τεχνών»…» Γ. Καρίτσας
3.β) ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΨΕΜΑ
Ο σύγχρονος πολιτικαντισμός και το πολιτικό ψέμα γεννήθηκε μαζί με τη κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ευρώπη του τέλους του 19ου αιώνα, για έναν απλό λόγο: τότε προέκυψε η ανάγκη εξαπάτησης των μαζών. Έκτοτε, οι τεχνικές της δημόσιας πολιτικής υποκρισίας εμπλουτίστηκαν με τη βοήθεια επικοινωνιολόγων, διαπλαστών της κοινής γνώμης (δημοσιογράφων), καλλωπίστηκαν από στυλίστες και διαδόθηκαν από τους μηχανισμούς της τηλεοπτικής προπα-γάνδας.
Πότε καταγράφτηκε το πολιτικό ψέμα
Ήδη ο Πλάτωνας στην “Πολιτεία” του εισάγει την έννοια του «γενναίου ψεύδους» -ενός κατασκευασμένου μύθου – στον οποίο θα βασίζεται η σταθερότητα της πολιτείας «Τα επανορθωτικά ιαματικά ψέματα μια κυβέρνηση δεν πρέπει να τα περιμένει από τους ποιητές. Η εφεύρεση τέτοιων μύθων πρέπει να είναι αποκλειστικό προνόμιο της πολιτείας υποστηρίζει, ως γνήσιος υπέρμαχος της ολιγαρχίας. Ενώ ο έτερος απολογητής της κυριαρχίας Αριστοτέλης, έχει άλλη γνώμη και θεωρεί πως τα ψεύδη έστω και αν βαφτίζονται γενναία, χρήσιμα ή ιαματικά είναι επικίνδυνα και μπορεί να φέρουν στάσεις και ταραχές.
Πότε γενικεύτηκε το πολιτικό ψέμα
Λες ψέματα στο λαό όταν χρειάζεται να τον πείσεις. Οι ελέω θεού μονάρχες και οι απολυταρχικοί ηγέτες δεν είχαν τόσο άμεση ανάγκη να πείσουν τις μάζες, αφού σπάνια απευ-θύνονταν σ’ αυτές. «Ο Μπίσμαρκ πιθανότατα δεν είχε απευθυνθεί ποτέ παρά μόνο σε ακροατήρια ηγετικών στρωμάτων» σημειώνει ο Ερικ Χομπσμπόουμ στην “Εποχή των αυτοκρατοριών” (άλλωστε στην περίπτωση αυτή λειτουργούσε ακόμα το μέγα ψεύδος του Ελέω Θεού μονάρχη). Σύμφωνα με τον βρετανό ιστορικό, το πολιτικό ψέμα γενικεύτηκε με τη σταδιακή επικράτηση της ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας και της καθολικής ψήφου στην Ευρώπη και την άνθιση του λαϊκού Τύπου ως μέσου πολιτικής προπαγάνδας στα τέλη του 19ου αιώνα: «Ο αυξανόμενος εκδημοκρατισμός καθιστούσε αδύνατο τον δημόσιο διάλογο με κάποιους ελάχιστους όρους ειλι-κρίνειας.
Ποιος υποψήφιος θα ήθελε να πει στους ψηφοφόρους του – σύμφωνα με την Χαμπιανή λογική- ότι τους θεωρούσε υπερβολικά ηλίθιους και αμαθείς για να κρίνουν την καλύτερη λύση στην πολιτική και ότι τα αιτήματα τους δεν ήσαν μόνο παράλογα, αλλά και επικίνδυνα για το μέλλον της χώρας;». Έτσι, μαζί με την πρώτη μαζική προεκλογική εκστρατεία που εγκαινιάστηκε από τον Γκλάντατον στη Βρετανία το 1879, λίγο αργότερα και σε όλη την Ευρώπη, μαζικοποιήθηκε και το πολιτικό ψεύδος όπως το ακούμε, επεξεργασμένο και εξελιγ-μένο, ως σήμερα.
Πότε ξεκίνησε το “ οφ δι ρέκορντ ”
Περιστοιχισμένοι από ρεπόρτερ που θα μετέφεραν τα λόγια τους και στο πιο απόμακρο συνοικιακό ταβερνείο», οι πολιτικοί της Δημοκρατίας έπρεπε να γίνουν εξπέρ στη διπροσωπία. Ο εκδημοκρατισμός έφερε την πολιτική κοινωνιολογία, αλλά και τη δημόσια πολιτική υποκρισία. Μόνη διέξοδος ειλικρίνειας για τους επαγγελματίες ψεύτες της πολιτικής, οι κλειστές λέσχες των τζέντλεμαν και οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις, πρόδρομοι της διαδρομολογίας και του «οφ δι ρέκορντ»: «Όταν οι άνδρες που κυβερνούσαν ήθελαν πραγματικά να πουν αυτό που εννοούσαν, στο εξής ήσαν αναγκασμένοι να το κάνουν στους διαδρόμους της εξουσίας, στις λέσχες, στις ιδιωτικές κοινωνικές συναθροίσεις, στις κυνηγετικές διοργανώσεις ή τα Σαββατοκύριακα στις εξοχικές επαύλεις, όπου τα μέλη των ηγετικών στρωμάτων συναντιόνταν σε ατμόσφαιρα πολύ διαφορετική από τις παρωδίες μονομαχιών στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις ή στις δημόσιες συγκεντρώσεις». Ερικ Χομπσμπόουμ “Η εποχή των αυτοκρατοριών”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το χάσμα ανάμεσα στον δημόσιο λόγο και την πολιτική πραγματικότητα καυτηριάζεται με δηλητηριώδεις χιουμοριστικές ατάκες, όπως η παρακάτω: “Η καταραμένη εξουσία που στηρίζεται στην προνομία και συνοδεύεται από γυναίκες, σαμπάνια και μπριτζ κατέρρευσε: ήλθε τώρα η Δημοκρατία που συνοδεύεται από γυναίκες, σαμπάνια και μπριτζ”, γράφει ο άγγλος συγγραφέας Χίλερ Μπέλοκ, με αφορμή την εκλογική νίκη των Φιλελευθέρων στην Αγγλία το 1906.
Τι έχει αλλάξει ως σήμερα
Το πάντα και τίποτα. Το ραδιόφωνο πρώτα και η τηλεόραση μετά εκδημοκράτισε το ψεύδος, εμπλούτισε τις τεχνικές του, έφερε τα πρόσωπα πιο κοντά μας, με γκρο πλαν και ζουμ στη “γλώσσα του σώματος”, άρα προσωποποίησε και τελειοποίησε τις τεχνικές εξαπάτησης. Η προσωποποίηση της πολιτικής, η τάση να ψηφίζουμε πρόσωπα, όχι πολιτικές προτάσεις δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο και απόρροια της τηλεπολιτικής. Όπως διαπιστώνει ο αμερικανός Μάρει Εντελμαν στην «Κατασκευή του πολιτικού θεάματος», όσο λιγοστεύουν οι προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα τόσο οι πολιτικοί ηγέτες προβάλλουν στυλιστικές διαφορές και αντιθέσεις, πουλάνε μια κατασκευασμένη ηγετική φυσιογνωμία, αυτοπαρουσιάζονται ως “μοναδικές επιλογές”, προσφέροντας κάτι διαφορετικό από τους αντιπάλους τους σε θέμα στυλ, προσωπικότητας, άσκησης πολιτικής, συναίσθησης ή ευφυΐας».
Ποιες είναι οι διαχρονικές συμβουλές του πολιτικού ψεύδους
Απαραίτητα εγχειρίδια για τους σύγχρονους πολιτικάντηδες είναι, φυσικά, ο «Ηγεμόνας» του Μακιαβέλι, η «Τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας» του Τζόναθαν Σουίφτ και το «Εγχει-ρίδιο προεκλογικής εκστρατείας» του Ρωμαίου ρήτορα και πολιτευτή Κικέρωνα.
Διαβάζοντας το εγχειρίδια του Κικέρωνα ανακαλύπτουμε ότι σήμερα, 2.000 χρόνια αργότερα, κάποια πράγματα παραμένουν αναλλοίωτα όπως το ρουσφέτι και οι χαμογελαστές χαιρετούρες: “Τα ρουσφέτια πρέπει να τα διαφημίζεις και να τα προβάλλεις, φροντίζοντας να είσαι προσιτός μέρα και νύχτα, κρατώντας ανοιχτή όχι μόνο την πόρτα του σπιτιού σου, αλλά και την έκφραση του προσώπου σου, που είναι το κατώφλι της ψυχής σου”.
Να αναφέρουμε επίσης ότι η λέξη πελατεία είναι και αυτή λατινική και σήμαινε στην κυριολεξία την εξής διαδικασία: κάθε Ρωμαίος άνεργος πολίτης δικαιούταν επίδομα ανεργίας το οποίο δίνονταν σε ποσότητα σιταριού που μοιράζονταν αποκλειστικά από τους συγκλητικούς. Ο συγκλητικός που εξασφάλιζε περισσότερες ποσότητες (μερίδες) σιταριού έπαιρνε και τις περισσότερες ψήφους, η διαδικασία αυτή λέγονταν «πελατεία» και ο άνεργος πολίτης «πελάτης» – αλήθεια τι έχει αλλάξει από τότε; Να σημειώσουμε εδώ ότι το σιτάρι όλης της Σικελίας πήγαινε αποκλειστικά για το επίδομα ανεργίας γι αυτό και ο Σπάρτακος έκανε έφοδο στο νησί και όχι στην Ρώμη, θέλοντας να αποκόψει τον εφοδιασμό με σιτά-ρι την πόλη, ελπίζοντας ότι οι άνεργοι πολίτες της Ρώμης θα εξεγερθούν.
Τις πιο συναρπαστικά μοντέρνες συμβουλές, όμως τις έδωσε ο Τζόναθαν Σουίφτ πριν από σχεδόν 3 αιώνες στο εγχειρίδιο η «Τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας»: “Το κόμμα που θέλει να αποκαταστηθεί το κύρος και η αξιοπιστία του πρέπει επί τρεις μήνες να μην πει και να μη δημοσιεύσει τίποτα που να μην είναι αληθινό και πραγματικό”.
“Είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει το δικαίωμα να πλασάρει ψέματα τους επόμενους έξι μήνες. Προσοχή, όμως, θέλει και το ψέμα τη ρέγουλά του: «Το να δίνεις στο λαό να καταπιεί πολλά μαζί δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις πιστευτός. Όταν βάζεις παραπάνω σκουλίκι στο αγκίστρι δεν τσιμπάει ο κοκοβιός”.
4) «… Ο Πέτρος Κροπότκιν έδειξε ότι οι αναρχικές – ελευθεριακές αρχές ήταν ήδη, τουλάχιστον εν μέρει, εγγε-γραμμένες και ενεργές μέσα στην ιστορική και φυσική εξέλιξη. Προσπάθησε, λοιπόν, να αναιρέσει τις επιστημονικές και τις επιστημολογικές προκείμενες ενός από τα κυρίαρχα πολιτισμικά παραδείγματα της εποχής, του «κοινωνικού δαρβινισμού», ενός ρεύματος σκέψης που υποστήριζε, με μία αμφισβητήσιμη συγκριτική προσέγγιση, το φυσικό χαρακτήρα της ιεραρχίας .
O Ρώσος στοχαστής υποστηρίζει ότι ο κινητήριος παράγο-ντας τόσο της ζωής των ζώων όσο και της κοινωνίας δεν υπήρξε ο αγώνας για την επιβίωση, αλλά η αλληλοβοήθεια. Για τον Κροπότκιν, το θεμελιώδες κίνητρο της εξέλιξης, λοιπόν, υπάρχει μέσα στην κοινοτική συνεργασία και όχι μέσα στον ατομικιστικό ανταγωνισμό. Στο πρωτοπόρο έργο του «Αλληλοβοήθεια» (1902), ανέφερε εκατοντάδες παραδειγμάτων, που καταδείκνυαν τη σαφή εκδήλωση των αρχών της αλληλεγγύης μέσα στη ζωή των ζώων· σε ένα επόμενο κεφάλαιο του ίδιου έργου ανέφερε πλήθος παραδειγμάτων αλληλοβοήθειας μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Χάρη σε αυτή τη προσέγγιση, ο Κροπότκιν εφοδίασε τον αναρχισμό με μια αντίληψη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που δεν ήταν καθαρά προμηθεϊκή και μηδενιστική: από τη στιγμή που θα κατέρρεαν οι θεσμοί της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας, το κράτος και το κεφάλαιο, η ανθρωπότητα δεν θα ήταν υποχρεωμένη να οικοδομήσει την αναρχία πάνω σε ένα σωρό ερειπίων…»
5) Ο νεοφιλελευθερισμός, υποστηρίζεται, ότι έκτος από ιδεολογία ή οικονομική πολιτική είναι πρώτα απ’ όλα και κυρίως ένας τύπος κυβερνητικής ορθολογικότητας. Ο Φουκό ορίζει την κυβερνητική ορθολογικότητα ως μια κανονιστική λογική που διέπει τη δραστηριότητα της διακυβέρνησης, με τη έννοια όχι μόνο της άμεσης αλλά και της έμμεσης καθοδήγησης των ανθρώπων, έτσι ώστε αυτοί να οδηγούνται και να συμπεριφέροντε με έναν ορισμένο τρόπο.
Η «ορθολογικότητα» αυτή δεν εφαρμόζεται με την άσκηση ενός άμεσου αλλά περισσότερο ενός έμμεσου (συγκα-λυμμένου), καταναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, η κριτική ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν θα ‘πρεπε να περιορίζεται μόνο στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής (ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση εργασιακών σχέσεων), ούτε σε ένα ορισμένα σύνολο θεωρητικών ιδεών (Φρίντμαν, Χάγεκ), ούτε στους πολιτικούς που στράφηκαν σε αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (Ρέιγκαν, Θάτσερ κλπ).
Η νεοφιλελεύθερη «ορθολογικότητα» έχει μιαν ευρύτερη εμβέλεια και μπορεί να προωθείται ακόμα και από κυβερνήσεις που αναφέρονται στην αριστερά. Αυτό που ορίζει τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα είναι το ότι οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν με βάση το υπόδειγμα του αντα-γωνισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός οδηγεί τα άτομα να προ-σπαθούν να μεγιστοποιηθούν την ικανοποίηση των συμ-φερόντων τους, παραμερίζοντας κάθε ηθική αναστολή.
Οι πρώτοι φιλελεύθεροι στοχαστές, ιδίως ο Ανταμ Σμιθ και ο Φέργκιουσον, στα τέλη του 18ου αιώνα, σκέφτονταν την αγορά με βάση μια λογική ισοδυναμίας και ελαχιστοποίηση των ανισοτήτων. Ο νεοφιλελευθερισμός σκέφτεται την αγορά με βάση τη λογική του ανταγωνισμού, δηλαδή την μεγι-στοποίηση της ανισότητας. Αυτή η στροφή χρονολογείται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ προτείνει μιαν ερμηνεία του Δαρβίνου που επεκτείνει την έννοια της «φυσικής επιλογής» και σε άλλα πεδία και ιδιαίτερα στο κοινωνικό – οικονομικό πεδίο. Οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέλουν να γίνεται αναφορά στον Σπέν-σερ εξαιτίας του βιολογισμού του (κοινωνικός δαρβινισμός). Σε αυτόν, όμως, βρήκαν την ιδέα ότι η αγορά πρέπει να είναι ένας απέραντος ωκεανός ανταγωνισμού.
Όταν ο «κλασικός» φιλελευθερισμός μπαίνει σε κρίση, τα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζονται δύο ρεύματα: ένας φιλελευθερισμός που δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους σε μιαν οπτική σταθεροποίησης και αναδιανομής, κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Κέινς και ο «νεοφιλε-λευθερισμός», ο οποίος από τη δεκαετία του 1930 θα προτείνει να αναγορευτεί η αγορά σε υπέρτατη αρχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Ο κεϊνσιανισμός επικράτησε θριαμβευτικά μετά τον πόλεμο. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν αφοπλίστηκε. Οι Γερμανοί «φιλελεύθεροι» της σχολής ordolide realismus (ορθολογικός ρεαλισμός), άσκησαν καθοριστική επιρροή στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση (ευρωπαϊκή ένωση σήμερα), ξεκινώντας από τη Συνθήκη της Ρώμης η οποία ορίζεται εξ αρχής και απαρα-βίαστα από την αρχή του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Ο νεοφιλελευθερισμός επωφελήθηκε από την κρίση του κεϊνσιανισμού, όπως και ο κεϊνσιανισμός είχε επωφεληθεί από την κρίση του καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1920 και 1930.
Η αρχή του ανταγωνισμού αναγορεύτηκε σε παγκόσμιο κανόνα, η κωδικοποίηση του χρονολογείται άλλωστε από τη του δεκαετία του 1980, με αυτό που αποκαλείται η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» και που προσδιορίζει τους δημοσιονομικούς και νομισματικούς κανόνες οι οποίοι επιβάλλονται στις χώρες που ζητούν οικονομική βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο όρος που έχει κομβική σημασία είναι η «πειθαρχία». Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας ταυ 1970 οι «ειδικοί» κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. «Η κατάσταση –λένε- δεν μπορεί να κυβερνηθεί, επειδή δεν υπάρχει κοινωνική πειθαρχία».
Ο φιλελευθερισμός είναι εξαιρετικά αναγκαίος στον καπιταλισμό των τραστ των καρτέλ, των πολυεθνικών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αλά και στο κράτος-πρόνοιας. Τα αμερικάνικα λεγόμενα και φιλελεύθερα, προοδευτικά, ανθρωπιστικά ιδρύματα (π.χ. Φορντ, Ροκφέλερ, Κάρνεγκυ κλπ) ιδρύθηκαν, ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από τις ομάδες συμφερόντων των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών.
Σε μια εποχή κοινωνικού αναβρασμού, η κυρίαρχη τάξη χρειάζεται ένα φιλελεύθερο κίνημα το οποίο να μπορεί να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα στην μαζική δυσαρέσκεια και, μ’ αυτόν τον τρόπο, να αποτρέπει τους ανθρώπους να στραφούν προς μια αποτελεσματική κοινωνική επανάσταση (εδώ αυτό το ρόλο τον παίζουν καλύτερα οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες γιατί μπορούν να δημιουργούν ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις). Όσο πε-ρισσότερο εδραιώνονται τα καρτέλ, οι πολυεθνικές και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τόσο περισσότερη φιλελεύθερη μεταρρυθμιστική ρητορική υιοθετούν τα κόμματα εξουσίας. Έτσι, το σύγχρονο κράτος διατηρεί υπό τον έλεγχό του την εσωτερική αμφισβήτηση, αναπτύσσοντας και θεσμοποιώντας το εμπόρευμα των πολιτικών μανδαρίνων τον νέο αυταρχισμό, δηλαδή την μεθοδευμένη γενίκευση της κοινωνίας του ελέγχου.
Την ίδια περίοδο όμως διαπλάθεται και το «νεοφιλελεύθερο υποκείμενο», με την παρόξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων(πόλεμος όλων εναντίων όλων), με τις τεχνικές αξιο-λόγησης, με την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, με την παρακίνηση να μετατραπούν τα υποκείμενα σε «ανθρώπινο κεφάλαιο», μέσω της καταναλωτικής ζήτησης. Το άτομο πλέον πρέπει να φροντίζει να συσσωρεύει, να επιδιώκει την επιτυ-χία, ενώ ταυτόχρονα είναι υπεύθυνο (και επομένως ένοχο), για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Το νεοφιλελεύθερο υποκεί-μενο συγχέει την ελευθερία και την αυτονομία με τον αντα-γωνισμό.
Επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει με κάθε τίμημα την απόδοση του ατόμου σε όλα τα πεδία, ο νεοφιλελευθερισμός καταλήγει να αναγορεύει σε κανόνα την έλλειψη κάθε περιορισμού. Αυτή η έλλειψη περιορισμού συγκαλύπτει όμως το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία και αυτό το όριο το καθορίζουν το κεφάλαιο και η επιχείρηση. Οι συντηρητικοί και οι θιασώτες του «εκσυγ-χρονισμού» βλέπουν στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα ον απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αλλά η έλλειψη κάθε περιορισμού, που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ελευθερία. Ο μηχανισμός της «απόδοσης – απόλαυσης», που καθιερώνει ο νεοφιλελευθερισμός, είναι ένα σύστημα που λειτουργεί σαν ψευδαί-σθηση της ελευθερίας του ατόμου, γιατί παραμένει στην ουσία ένας τρόπος κοινωνικής χειραγώγησης και πειθάρχησης.
Οι ελευθεριακοί πρέπει να ξεκινήσουν τη συζήτηση ότι το κοινό αγαθό είναι κοινή υπόθεση και να αντιτάξουν τη συνεργασία στον ανταγωνισμό. Κάτι που ανάδειξε με σημαντικό τρόπο ο Κροπότκιν (και όσοι εμπνεύστηκαν από αυτόν), στα έργα του χτυπώντας κριτικάροντας τον κοινω-νικό δαρβινισμό.
6) «… Απορρίπτοντας, σε συμφωνία με τις έρευνες του Πιέρ Κλαστρ (μαθητή του Κλωντ Λεβί-Στρως), κάθε προσπάθεια να αποδοθεί η ανάδυση της κυριαρχίας μέσα στην ιστορία σε απλούς οικονομικούς παράγοντες, θέση που υποστηρίζεται τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική σκέψη, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο προηγήθηκε και αποτέλεσε τη βάση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση: «Δεν είναι η ανάγκη για πλεόνασμα υλικού πλούτου που δημιουργεί τις ιεραρχίες και τις κυρίαρχες τάξεις· αντιθέτως, είναι οι ιεραρχίες και οι κυρίαρχες τάξεις που δημιουργούν τα τεράστια πλεονάσματα του υλικού πλούτου». Η ιεραρχική διάκριση δεν δημιουργήθηκε απλώς από την ανάγκη να ξεπεραστεί το χαμηλό επίπεδο οικονομίας που χαρακτήριζε τις άγριες κοινωνίες: ήταν αντιθέτως «οι ιεραρχίες με βάση την ηλικία και το φύλο και οι ημι-θρησκευτικές και ημι-πολιτικές ανάγκες που δημιούργησαν την εξουσία και εκείνες τις υλικές σχέσεις που προκάλεσαν το σχηματισμό των τάξεων».
Η ανάδυση, μέσα στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινότητας, της ιεραρχίας, δηλαδή των «παραδοσιακών πολιτισμικών και ψυχολογικών συστημάτων της προσταγής και της υπακοής» (η κυριαρχία του ηλικιωμένου πάνω στο νέο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, μίας εθνικής ομάδας πάνω στην άλλη, της πόλης πάνω στην ύπαιθρο, του μυαλού πάνω στο σώμα, μιας επί-πεδης εργαλειακής ορθολογικότητας πάνω στο πνεύμα, της κοινωνίας και της τεχνολογίας πάνω στη φύση) είναι λοιπόν προγενέστερη της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις και της συγκρότησης των κρατικών δομών.
Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία εδραιώθηκε αρχικά πάνω στις βιολογικές διαφορές που υπήρχαν στις οργανικές κοινωνίες μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων, καθώς και μεταξύ των εμβρυωδών μορφών επικοινωνίας με το θείο (οι Σαμάνοι) και της υπόλοι-πης κοινωνίας. Έτσι, διαμορφώθηκαν οι πρώτες κυρίαρχες κάστες, και αυτές οι κοινωνικές ομάδες εξέφρασαν, κατά την πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας, την τριλογία της πρωταρχικής κυριαρχίας, που προοδευτικά, αργότερα, συγκροτήθηκε στις θεσμισμένες καταστάσεις του στρατού, του κράτους και του κλήρου. H προοδευτική παρακμή των αξιών και των πρακτικών της αλληλεγγύης των οργανικών κοινωνιών συμβάδισε με την αρχή εκείνου που, με μια ρουσωική έκφραση, ο Μπούκτσιν ονόμασε «μακρύ χειμώνα της κυριαρχίας και της καταπίεσης, που κοινώς είναι γνωστός ως πο-λιτισμός».
Η αποκρυστάλλωση της κυριαρχίας, συνεπώς, κατά τον Μπούκτσιν, δεν έλαβε χώρα μόνο στο υλικό επίπεδο, με τη γέννηση της πόλης, του κράτους, μιας εξουσιαστικής τεχνικής και μιας υψηλά οργανωμένης οικονομίας της αγοράς· η εδραίωση του μονοπωλίου της δύναμης «εκφράστηκε με την εμφάνιση ενός αισθήματος και ενός συνόλου καταπιεστικών αξιών, που οργάνωσαν ψυχολογικά ολόκληρο το βασίλειο της εμπειρίας, κατά μήκος των γραμμών της προσταγής και της υπακοής». Πρόκειται για αυτό που ο Αμερικάνος στοχαστής ονομάζει επιστημολογίες της κυριαρχίας, στις οποίες αφιερώνει κάποιες από τις καλύτερες σελίδες του πιο σημα-ντικού έργου του, Η Οικολογία της Ελευθερίας , που δεν είναι τυχαίο ότι φέρει τον υπότιτλο Ανάδυση και Αποσύνθεση της ιεραρχίας .
Από τη μια πλευρά, αυτές προώθησαν «την ανάπτυξη της κυριαρχίας και μιας εγωιστικής ηθικής στους κόλπους των κυρίαρχων ομάδων της κοινωνίας»· από την άλλη, «τροφο-δότησαν τους κυριαρχούμενους με ένα ψυχικό μηχανισμό βασισμένο πάνω στην έννοια της ενοχής και της παραίτησης». Στην πραγματικότητα, το κράτος «δεν είναι απλά ένα σύνολο εξαναγκαστικών και γραφειοκρατικών θεσμών. Αποτελεί επίσης και μια διανοητική κατάσταση, μια ενσταλαγμένη νοοτροπία που διευθετεί την πραγματικότητα … Χωρίς ένα υψηλό βαθμό συνεργασίας των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας, η εξουσία του θα εξαφανιζόταν».
Οι επιστημολογίες της κυριαρχίας έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, κατά το τέλος του 15 ου αιώνα, όταν η εμφάνιση μιας νέας τάξης, της πρωτο-αστικής και εμπορικής, οδήγησε στη διάδοση των σαφώς αντι-αλληλέγγυων αξιών και μιας αυστηρά χρησιμοθηρικής αντίληψης για τη φύση. Έτσι, ο άνθρωπος ήταν «υποχρεωμένος» να καθυποτάξει τη φύση ως κυρίαρχος, προκειμένου να επιτύχει ένα υψηλό στάδιο προόδου και πολιτισμού…».
Πριν να είναι οικονομική, η αλλοτρίωση είναι πολιτική. Η εξουσία είναι πριν την εργασία, Η οικονομία είναι παράγωγο της πολιτικής. Η ανάδειξη του κράτους καθορίζει και την εμφάνιση των τάξεων». Στη Χαλδαία την Αίγυπτο, εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια, μαζί με το Κράτος, έκανε την εμφάνιση του το καθετί που ξέρουμε και σήμερα: η σύγχρονη πόλη με τους έμπορους της, τους υπαλλήλους της, τους σκλάβους της, τις πόρνες της, τους ιερείς της, τους αστυνομικούς της, τους στρατιωτικούς της, και πάνω απ΄ όλους ο ηγεμόνας, ο βασιλιάς ή ο πρίγκιπας, ή ο πρωθυπουργός, ο οποίος κυβερνά το κράτος διαμέσου της κυβέρνησής του.
7) Ιμπεριαλισμός: Γενικότερα, ο όρος σημαίνει τις τάσεις εκείνες που αποσκοπούν στην εδαφική επέκταση, για την ενίσχυση των πολιτικών, κυρίως και. οικονομικών σφαιρών επιρροής.
Μερικά ιμπεριαλιστικά κράτη στην αρχαιότητα ήταν η Αθήνα, η Σπάρτη, η Περσική αυτοκρατορία, το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η Κινεζική αυτοκρατορία κ.ά. Στη νεότερη εποχή, ο ιμπεριαλισμός αποτελεί την τελευταία φάση της αποικιακής πολιτικής των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα. Στα ιμπεριαλιστικά κράτη των νεότερων χρόνων μπορούν να συμπεριληφθούν η Βρετανική αυτοκρατορία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Αυστρο-ουγγρική, η Ρώσικη, η Γερμανική αυτοκρατορία, και στην Ασία, η Ιαπωνία μέχρι τον Β παγκόσμιο πόλεμο.
Στη σύγχρονη εποχή, ιδιαίτερα από τα μέσα του 20ου αιώνα, ο ιμπεριαλισμός άλλαξε χαρακτήρα. Βαθμιαία εγκαταλείφθηκε η εδαφική επεκτατική πολιτική, διότι είναι πλέον ανέφικτη (κάτι που δεν συμβαίνει με Ιράκ, Αφγανιστάν), και ενισχύθηκε η οικονομική επεκτατική πολιτική με τα διεθνή μονοπώλια, που ελέγχουν πλέον την παγκόσμια αγορά και φυσικά διαμορφώνουν την πολιτική των χωρών οι οποίες εξαρτώνται οικονομικά από αυτά. Πρόκειται για την πολιτική που εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ.
Μια άλλη μορφή ιμπεριαλισμού είναι εκείνος που μετατρέπει, σχεδόν αναγκαστικά την ιδεολογική ταύτιση κάποιων μικρών χωρών με άλλες ισχυρότερες σε οικονομική εξάρτηση. Πρόκειται για την πολιτική που ακολούθησαν κυρίως η πρώην Σοβιετική Ένωση και η Κίνα στις χώρες δορυφόρους τους.
Με τον όρο ιμπεριαλισμός, στη σύγχρονη πλέον ορολογία, σηματοδοτείται κάθε επεκτατική τάση, από όπου κι αν προέρχεται, στον γεωγραφικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινω-νικό, ακόμη και στον πολιτιστικό τομέα. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη imperium = εξουσία, κυριαρχία, μτφ. Αυτοκρατορία.
8) Στην σύγχρονη εποχή, ιδιαίτερα μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο επικράτησαν δυο εκδοχές συστημάτων διαχείρισης του κράτους, στην ουσία τους ελάχιστα διαφοροποιημένα το ένα από το άλλο. Αυτή της ρεπουμπλικάνικης-δημοκρατικής διαχείρισης «δυτικό μπλοκ» με όλες τις παραλλαγές του σοσιαλδημοκρατία, μονεταρισμός, φασιστο-ναζιστικός απολυταρχισμός, βοναπαρτισμός (πεφωτισμένη στρατοκρατία), νεοφιλελευθερισμός , κλπ. Αυτή του «ανατολικού μπλοκ» με την εξουσιαστική μπολσεβίκικη εκδοχή του σοσιαλισμού και την ώριμη κατάληξή της και αυτή της σταλινικής απολυταρχικής διαχείρισης με τις παραλλαγές του κινέζικου, γιουγκοσλάβικου, ρουμάνικου, Κορεάτικου μοντέλου κλπ. Ολιγαρχικές και ελιτίστικες και οι δυο, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποίησεις τους. Δεν μπορούμε εδώ να αναπτύξουμε ούτε επίσης να αναδείξουμε τις αιτίες ενσωμάτωσης και απορρόφησης του τελευταίου από το πρώτο σύστημα, προς χάριν της οικονομίας του λόγου. Δες το παράρτημα, ΙΙ σελ. 181
9) Αντίθετα, ένας αναρχικός δεν μπορεί να εγκληματεί ενάντια στο κοινωνικό σύνολο. Αυτό μπορεί να το ισχυρισθεί κανείς με δογματική βεβαιότητα, διότι ένας άνθρωπος ένοχος για βιασμό, αντικοινωνικό φόνο, εκμετάλλευση, πάθος να κυβερνά, ή για άσκηση εξωτερικού καταναγκασμού πάνω σε άλλους ανθρώπους, αυτομάτως δεν μπορεί πλέον να είναι αναρχικός, όπως δεν μπορεί να είναι χορτοφάγος αυτός που τρώει χοιρινές μπριζόλες, ροστ-μπιφ ή κοκκινιστό αρνί.
Το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο ένα άτομο κατανοεί την τάδε ή την δείνα ιδεολογία, ή υποστηρίζει την τάδε ή την δείνα οργάνωση, αλλά κατά πόσο είναι αυτό που πρεσβεύει ότι είναι. Να προσθέσουμε ότι τα διαχωριστικά όρια μεταξύ εξουσιαστή και ελευθεριακού πουθενά δεν διακρίνονται καθαρότερα απ’ ό,τι στο έγκλημα. Ένας αναρχικός συχνότατα στιγματίζεται σαν εγκληματίας από το κράτος, ή μπορεί να αναμειχθεί σε δραστηριότητες που αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του κράτους και των αφεντικών.
Η αναρχική φιλοσοφία είναι από την φύση της εχθρός του κράτους και των αφεντικών ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό ένας αναρχικός να αναμειχθεί σε παράνομες δραστηριότητες, ποτέ όμως σε αντικοινωνικές…» Στιούαρτ Κρίστι,1980
10) Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο των προτάσεων του Μπακούνιν που υποβλήθηκαν και ψηφίστηκαν ομόφωνα στο συνέδριο της αναρχικής Λίγκας «Για την Δημοκρατία και την Ειρήνη», που έγινε το 1867 στην Ελβετία. Όχι για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο για ανάγνωση του εύρους των αναρχικών ιδεών αφού οι αναρχικοί ήταν από τους πρώτους που μίλησαν για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης των λαών. Υποστήριζε ότι οποιοσδήποτε πόλεμος μεταξύ τους θα είναι εμφύλιος και αδελφοκτόνος.
«… Σύμφωνα με το ομόφωνο αίσθημα του συνεδρίου της Γενεύης, οφείλουμε να διακηρύξουμε:
1) Ότι για να κάνουμε να θριαμβεύσει η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ειρήνη στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, για να κάνουμε αδύνατο τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των διαφορετικών λαών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν υπάρχει παρά ένας μόνο τρόπος: να συγκροτήσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης.
2) Ότι οι Πολιτείες της Ευρώπης δεν μπορούν να σχημα-τισθούν με τα Κράτη όπως είναι συγκροτημένα σήμερα, αν ληφθεί υπόψη η τερατώδης ανισότητα που υπάρχει μεταξύ των αντίστοιχων δυνάμεων τους.
3) Ότι το παράδειγμα της μακαρίτισσας Γερμανικής Συνομοσπονδίας έχει υποδείξει προκαταβολικά πως μία Συν-ομοσπονδία μοναρχιών αποτελεί μία κοροϊδία: ότι είναι ανί-κανη να εγγυηθεί είτε την ειρήνη είτε την ελευθερία των λαών.
4) Ότι κανένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό κράτος ακόμη και στρατιωτικό, έστω κι αν αποκαλείται ρεπου-μπλικανικό, δε θα μπορέσει να μπει σοβαρά και ειλικρινά σε μια Διεθνή Συνομοσπονδία. Απ΄ την συγκρότησή του, που θ’ αποτελεί πάντοτε μια ανοιχτή ή καλυμμένη άρνηση της ελευθερίας στο εσωτερικό, θα΄ναι αναγκαστικά μια διακήρυξη συνεχούς πολέμου· μια απειλή ενάντια στην ύπαρξη των γειτονικών χωρών. Θεμελιωμένο βασικά πάνω σε μια έσχατη πράξη βίας, την κατάκτηση, ή εκείνο που στην ιδιωτική ζωή αποκαλείται κλοπή με διάρρηξη – πράξη που ευλογείται από την εκκλησία κάποιας θρησκείας, καθαγιασμένη από το χρόνο ακόμη και μετασχηματισμένη σε ιστορικό δικαίωμα – και στηριζόμενο σ’ αυτό το θείο καθαγιασμό μιας θριαμβεύτριας βίας ή σαν σ’ ένα αποκλειστικό και υπέρτατο δικαίωμα, κάθε συγκεντρωτικό κράτος τίθεται και μόνο μ’ αυτό σαν απόλυτη άρνηση του δικαιώματος όλων των άλλων κρατών, μην αναγνωρίζοντάς τα ποτέ, στις συμφωνίες που συνάπτει μ’ αυτά, παρά μόνο από ένα πολιτικό συμφέρον και από αδυναμία.
5) Ότι όλα τα μέλη της Λίγκας οφείλουν κατά συνέπεια να τείνουν μ’ όλες τις προσπάθειες τους να επανασυγκροτήσουν τις αντίστοιχες πατρίδες τους, για να αντικαταστήσουν την αρχαία οργάνωση, την θεμελιωμένη, από πάνω προς τα κάτω, πάνω στη βία και την αρχή της εξουσίας, με μια νέα οργάνωση που να μην έχει άλλη βάση από τα συμφέροντα, τις ανάγκες και τις φυσικές έλξεις των λαών, ούτε άλλη αρχή από την ελεύθερη ομοσπονδιοποίηση των ατόμων μέσα στις κοι-νότητες, των κοινοτήτων μέσα στις επαρχίες των επαρχιών μέσα στα έθνη και τελικά αυτών μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης αρχικά και αργότερα όλου του κόσμου.
6) Κατά συνέπεια, απόλυτη εγκατάλειψη κάθε λεγόμενου ιστορικού δικαιώματος των Κρατών όλα τα ζητήματα τα σχετικά με τα φυσικά, πολιτικά, στρατιωτικά, εμπορικά σύνο-ρα, πρέπει να θεωρηθούν στο εξής ότι ανήκουν στην αρχαία ιστορία και να απορριφθούν με αποφασιστικότητα από τα μέλη της Λίγκας.
7) Αναγνώριση του απόλυτου δικαιώματος κάθε έθνους, μεγάλου ή μικρού, κάθε λαού, αδύναμου ή ισχυρού, κάθε επαρχίας, κάθε κοινότητας σε μια πλήρη αυτονομία, προϋπο-τιθέμενου ότι η εσωτερική τους συγκρότηση δεν θ’ αποτελεί απειλή και κίνδυνο για την αυτονομία και την ελευθερία των γειτονικών χωρών.
8) Από το γεγονός ότι μια χώρα αποτελεί μέρος ενός κράτους, έστω κι αν έχει προσχωρήσει ελεύθερα δεν ακολουθεί καθόλου γι’ αυτή η υποχρέωση να μένει προσδεμένη για πάντα. Καμιά διαρκής υποχρέωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, την μόνη που μπορεί να μας επιβάλλεται, και δεν θ’ αναγνωρίσουμε ποτέ άλλα δικαιώματα, ούτε άλλα καθήκοντα από εκείνα που θεμελιώνονται πάνω στην ελευθερία. Το δικαίωμα της ελεύ-θερης Ένωσης και της εξίσου ελεύθερης αποχώρησης είναι το πρώτο, το πιο σπουδαίο από όλα τα πολιτικά δικαιώματα, εκείνο χωρίς το οποίο η συνομοσπονδία δεν θα ήταν παρά ένας συγκαλυμμένος συγκεντρωτισμός.
9) Από όσα έχουν προηγηθεί προκύπτει ότι η Λίγκα πρέπει να απορρίψει ειλικρινά κάθε συμμαχία αυτού ή εκείνου του εθνικού τμήματος της ευρωπαϊκής δημοκρατίας με τα μοναρχικά κράτη, ακόμη κι όταν αυτή η συμμαχία θα΄χε για στόχο την επανακατάκτηση της ανεξαρτησίας ή της ελευθερίας μιας καταπιεζόμενης χώρας, μια τέτοια συμμαχία δε θα μπορούσε να οδηγήσει παρά σε αυταπάτες και θα΄ταν ταυτόχρονα μια προδοσία εναντία στην επανάσταση.
10) Αντίθετα η Λίγκα, επειδή είναι η Λίγκα της ειρήνης και επειδή έχει πειστεί ότι η ειρήνη δε θα μπορέσει να κατακτηθεί και να θεμελιωθεί παρά μόνο πάνω στην πιο στενή και πλήρη αλληλεγγύη των λαών μέσα στην δικαιοσύνη και την ελευθερία, πρέπει να διακηρύξει έντονα τις συμπάθειες της για κάθε εθνική εξέγερση ενάντια στην καταπίεση, είτε ξένη είτε αυτόχθονα, δοσμένου ότι μια τέτοια εξέγερση γίνεται στο όνομα των άρχων μας και για το συμφέρον των λαϊκών μαζών, αλλά όχι με την φιλόδοξη πρόθεση να ιδρυθεί ένα ισχυρό κράτος.
11) Η Λίγκα πρέπει να κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο ενάντια σε ότι αποκαλείται δόξα, μεγαλείο και Ισχύς των Κρατών. Σε όλα αυτά τα ψεύτικα και κακοποιά είδωλα για τα οποία κατακρεουργούνται εκατομμύρια ανθρώπινα θύματα, αντι-παραθέτουμε την δόξα της ανθρώπινης ευφυΐας που εκδηλώνεται στην επιστήμη και σε μια παγκόσμια ευημερία θεμελιωμένη πάνω στην εργασία, την δικαιοσύνη και την ελευθερία.
12) Η Λίγκα θ’ αναγνωρίσει την ε θ ν ι κ ό τ η τ α σαν ένα φυσικό γεγονός. Έχει αναμφισβήτητα δικαίωμα σα μια ελεύθερη ύπαρξη και ανάπτυξη, αλλά όχι σαν αρχή, γιατί κάθε αρχή πρέπει να φέρει τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητας και η εθνικότητα δεν είναι αντίθετα παρά ένα αποκλειστικό, διαχωρισμένο γεγονός. Η λεγόμενη αρχή της εθνικότητας, όπως την έχουν θέσει στις μέρες μας οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Πρωσίας, ακόμη και πολλοί Γερμανοί, Πολωνοί, Ιταλοί και Ούγγροι πατριώτες δεν είναι παρά ένα παράγωγο που αντιπαρατέθηκε από την αντίδραση στο πνεύμα της επανάστασης: έντονα αριστοκρατική στο βάθος της, σε βαθμό που να υποτιμά τις διαλέκτους των μη εγγράμματων πληθυσμών, αρνούμενη σιωπηρά την ελευ-θερία των επαρχιών και την πραγματική αυτονομία των κοινοτήτων, και υποστηριζόμενη σ’ όλες τις χώρες όχι από τις λαϊκές μάζες, των οποίων θυσιάζει συστηματικά τα πραγ-ματικά συμφέροντα σ΄ ένα λεγόμενο κοινό καλό, το οποίο δεν είναι ποτέ παρά μόνο εκείνο των προνομιούχων τάξεων, αυτή η αρχή δεν εκφράζει τίποτα άλλο εκτός από τα υποτιθέμενα ιστορικά δικαιώματα και τη φιλοδοξία των Κρατών. Το δικαίωμα της εθνικότητας δεν μπορεί λοιπόν ποτέ να θεωρηθεί από τη Λίγκα παρά σαν ένα από τα φυσικά επακόλουθα της υπέρτατης αρχής της ελευθερίας, παύοντας να΄ ναι ένα δικαίωμα από τη στιγμή που τίθεται είτε ενάντια στην ελευθερία είτε ακόμη και πέρα από την ελευθερία.
13) Η ενότητα είναι ο στόχος, προς τον οποίο τείνει ακα-τάσχετα η ανθρωπότητα. Αλλά γίνεται μοιραία καταστροφική για την ευφυΐα, την αξιοπρέπεια, την ευημερία των ατόμων και των λαών, κάθε φορά που διαμορφώνεται πέραν της ελευθερίας, είτε με την βία, είτε υπό την εξουσία μιας κάποιας θεολογικής, μεταφυσικής, πολιτικής ή ακόμα και οικονομικής ιδέας. Ο πατριωτισμός που τείνει στην ενότητα πέρα από την ελευθερία, είναι ένας κακός πατριωτισμός, πάντοτε ολέθριος για τα λαϊκά και πραγματικά συμφέροντα της χώρας που προφασίζεται ότι εξυψώνει και υπηρετεί, φίλος, συχνά χωρίς να το ξέρει, της αντίδρασης, εχθρός της επανάστασης, δηλαδή της χειραφέτησης, των εθνών και των ανθρώπων. Η Λίγκα δεν μπορεί ν΄ αναγνωρίσει παρά μια μόνο ενότητα: εκείνη που θα εγκαθιδρυθεί ελεύθερα από την ομοσπονδιοποίηση αυτονόμων μερών μέσα στο σύνολο, έτσι ώστε αυτό, παύοντας να΄ ναι η άρνηση των ιδιαίτερων δικαιωμάτων και συμφερόντων, παύοντας να΄ ναι το κοιμητήριο όπου έρχεται βίαια για να θαφτεί κάθε τοπική ευημερία, θα γίνει αντίθετα η επιβεβαίωση και η πηγή όλων αυτών των αυτονομιών και κάθε τέτοιας ευημερίας. Η Λίγκα θα επιτεθεί επομένως σθεναρά ενάντια σε κάθε θρησκευτική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική οργάνωση που δεν θα΄χει δια-ποτιστεί απόλυτα απ΄ αυτή τη μεγάλη αρχή της ελευθερίας: χωρίς αυτή, δεν υπάρχει καθόλου ευφυΐα, καθόλου δικαιο-σύνη, καθόλου ευημερία, καθόλου ανθρωπιά….».
«…Χρησιμοποιώντας τον όρο ομοσπονδία, παρατηρεί ο Τζωρτζ Γούτκοκ στη βιογραφία του για τον Προυντόν, «ο Προυντόν δεν εννοεί μια παγκόσμια κυβέρνηση ή μία ομοσπονδία κρατών. Για αυτόν η αρχή της συνομοσπονδίας αρχίζει απ’ το πιο απλό επίπεδο της κοινωνίας. Τα διοικητικά όργανα είναι τοπικά και βρίσκονται όσο το δυνατό περισσότερο κάτω απ’ τον άμεσο έλεγχο του λαού. Πάνω άπ’ αυτό το πρωτογενές επίπεδο, η συνομοσπονδιακή οργάνωση γίνεται προοδευτικά περισσότερο ένα όργανο συντονισμού των περιφερειών, παρά ένα διοικητικό όργανο κι η Ευρώπη μία συνομοσπονδία των συνομοσπονδιών, στην οποία το συμφέρον της πιο μικρής επαρχίας θα έχει την ίδια έκφραση με το συμφέρον της πιο μεγάλης αφού όλες οι υποθέσεις θα ρυθμίζονται με αμοιβαία συμφωνία, συμβόλαιο και διαιτησία…».
* Απόσπασμα από το εγχειρίδιο του κοινωνικού αναρχισμού.
Posted on 25 Αὔγουστος 2011
0