Στα κάγκελα του Νέο-Πατριωτισμού

Posted on 2 Ἰούλιος 2016

1


Στα κάγκελα του Νέο-Πατριωτισμού

νεοπατριωτισμόςΕίναι γεγονός, ότι η συγκεκριμένη διαδικασία παγκοσμιοποίησης που εξελίσσεται, παρ’ ότι ταυτίζεται στα μυαλά πολλών ανθρώπων με τις οικονομικές συνέπειες που επιφέρει στην ζωή τους, ασκεί πολλαπλές πιέσεις για την κατασκευή ή τον επανασχηματισμό συλλογικών ταυτοτήτων. Εδώ παρατηρείται μια (φαινομενική) αντίφαση και γεννιέται ένα εύλογο ερώτημα: πώς ταυτόχρονα με την ενίσχυση των τάσεων εξατομίκευσης ενισχύονται, επίσης, οι κάθε λογής εθνοκεντρικές και οι παραδοσιο-κρατικές αντιλήψεις, πως η ένταξη σε μικρές ιδιωτικοποιημένες σφαίρες συνυπάρχει με εκείνη των κοινωνικών δικτύων, πώς οι κάθε είδους εθνο-θρησκευτικοί ή εθνοτικοί εθνικισμοί (ethno-nationalisms) συνεχίζουν να καλλιεργούνται με ιδιαίτερη αφοσίωση απ’ άκρη σε άκρη στο πλανητικό χωριό; Και ακόμη, πως συνταιριάζει μια συμβολική ανάκληση του παρελθόντος και βέβαια ο απαραίτητος για κάθε εξουσία εξαγνισμός και εξωραϊσμός του με την «ανάγκη» για την συνέχιση της ιλιγγιώδους τεχνολογικής (ή άλλης) πορείας προς τα «εμπρός»; Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία αντίφαση. Το παρελθόν επιστρέφει για «μια στιγμή» άθικτο και αμόλυντο σαν γιατρικό σε κάθε σημάδι «παρακμής» ή «κρίσης». Η επίκληση και η επαν»ανακάλυψη» της «παράδοσης» δεν αφορά παρά μια ολότελα διαμεσολαβημένη διαδικασία, απαραίτητη για τις κυριαρχικές επιδιώξεις. Η στιγμιαία και επιλεκτική επιστροφή στην «παράδοση» δεν είναι, λοιπόν, μια αυταπάτη, αλλά θέτει τους όρους κατασκευής μιας ακόμη ταυτότητας. Δεν έχει, βέβαια, καμία σημασία πόσο βίαια απωθείται ο «χαμένος χρόνος» που μεσολάβησε, ώστε να «βιωθεί» το παρελθόν, να ξανανακαλυφθεί η αγάπη για την πατρίδα, ή η αφοσίωση των μελών στην κοινότητα.
Έτσι, λόγου χάρη, το φαινόμενο που αποκαλείται «νέο-φυλετισμός» (Μaffesoli, 1996), συνιστά μιαν άλλη εκδοχή των κοινοτήτων που συγκροτούνται όσο αυξάνονται οι τάσεις εξατομίκευσης και οι διαδικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης απορυθμίζονται για να μεταβληθούν. Ορισμένοι κοινοτιστές, με ριζοσπαστικές καταβολές στη κουλτούρα της Νέας Αριστεράς, προκρίνουν την τοπική κοινότητα έναντι της μεγάλης, απρόσωπης και αλλοτριωτικής εμπορευματικής κοινωνίας, διαχειριζόμενοι απλά μια άλλου τύπου ενσωμάτωση. Αυτό ακριβώς τους προσάπτει και o Sennett, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, και εκπρόσωπος της γενιάς της New Left, παρατηρώντας ότι «η συναισθηματική λογική της κοινότητας, εκκινώντας ως αντίσταση στα κακά του σύγχρονου καπιταλισμού, απολήγει σ’ ένα παράδοξο είδος πολιτικής αναδίπλωσης: το σύστημα παραμένει αλώβητο, αλλά ίσως το εξαναγκάσουμε ν’ αφήσει ανέπαφη την ειρήνη του μικρού μας λειμώνα» (1976: 296 & 1999: 373). Επίσης, συνεχίζοντας τον συλλογισμό του, αναφέρει, ότι «όσο περισσότερο οι άνθρωποι βυθίζονται στα πάθη της κοινότητας, τόσο οι βασικοί θεσμοί της κοινωνικής τάξης παραμένουν ανέπαφοι» (1976: 309 & 1999: 390), ενώ καθιστά την προσοχή στις έντονες επιτηρητικές λειτουργίες που ασκεί μια κοινότητα, αφού όσο εύκολα εφαρμόζεται η λογική της εκκαθάρισης και του αποκλεισμού στον «έξω» κόσμο («εμείς είμαστε αυθεντικοί, ο έξω κόσμος δεν ανταποκρίνεται σε ό,τι είμαστε»), τόσο εύκολα μπορεί να εφαρμοσθεί και στο εσωτερικό της κοινότητας, με την αδελφοσύνη συχνά να μετατρέπεται σε αδελφοκτονία.
Ας σταθούμε, όμως, λίγο περισσότερο στην έννοια του νέο-πατριωτισμού, στην οποία συγκλίνουν στον ελλαδικό χώρο οι πολιτικές δυνάμεις στο σύνολο τους, την περίοδο που διανύουμε. Ορισμένες απ’ αυτές (τις πολιτικές δυνάμεις) αναφέρονται εδώ και χρόνια ευθέως στον νέο-πατριωτισμό. Ήδη από το 2008 ο Τσίπρας, εξερχόμενος από το προεδρικό μέγαρο, μιλούσε για την ανάγκη ενός «νέου πατριωτισμού», που θα ορίζεται με διαφορετικά κριτήρια, φέρνοντας ως παραδείγματα τη μη συμμετοχή ελλήνων στρατιωτών σε αποστολές σε ξένες χώρες και τη μη εκχώρηση της εκμετάλλευσης εθνικών πόρων σε αυτό που ονομάζεται «ξένα συμφέροντα». Μέσα σε εκείνη της συγκυρία της «κρίσης» του «μακεδονικού» ζητήματος, ο «νέος πατριωτισμός» του Σύριζα ερχόταν να αντιπαρατεθεί στον «παλαιό πατριωτισμό», που θα εξέφραζε το συλλαλητήριο που είχε προγραμματιστεί για την επόμενη ημέρα. «Οι έλληνες είναι ανίκητοι», θριαμβολόγησε ο τέως πρωθυπουργός της τρικομματικής κυβέρνησης Α. Σαμαράς, μετά την ψήφιση των μέτρων που επιβάλλουν ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, και την ανακοίνωση των όρων εκταμίευσης της «δόσης» που προέβλεπε η νέα δανειακή σύμβαση. Είτε πρόκειται, λοιπόν, για τον πατριωτισμό του Σαμαρά που παραπέμπει σε ένα προαιώνιο εθνικό μεγαλείο, αλλά και πεπρωμένο, είτε τον εθνικό πατριωτισμό της ομοιογένειας που πρεσβεύει η Χρυσή Αυγή (παραπέμποντας στον Ίωνα Δραγούμη), είτε εκείνον των Ανεξαρτήτων Ελλήνων που προβάλλεται με απειλές για την τύχη των «προδοτών» πολιτικών είτε για τον συνταγματικό πολιτικό πατριωτισμό της αριστεράς, στον οποίο σαφώς εντάσσεται και η συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου, το αντίδοτο στην πολιτική «παρακμή» είναι το ίδιο και το αυτό.
Έχουμε παλαιότερα αναφέρει, ότι «η έννοια της πατρίδας είχε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο σε σχέση με παρελθούσες καταστάσεις που βίωσαν οι άνθρωποι. Εκεί όπου ελεύθερα εγκαθίσταται μια ομάδα ανθρώπων και αναπτύσσει τις ικανότητες της, προκειμένου να διαβιώσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δημιουργείται μια συγκεκριμένη σχέση προστασίας του περιβάλλοντος και ενός αρκετά ισχυρού δεσμού ανάμεσα στους ανθρώπους» (Αναρχική Θεώρηση, Φυλή, Έθνος, Κράτος τευχ. 8-9). Προσθέταμε, ακόμη, ότι η έννοια της πατρίδας συνδεόταν πρωταρχικά με τους ανθρώπους και δευτερευόντως με κάποιο χώρο, ο οποίος τελικά μετά από κάποια τυχόν βίαιη ή φυσική μετακίνησή τους αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς σχετικά με την προέλευσή τους. Επομένως, ο πατριωτισμός είναι μια ολότελα κενή περιεχομένου έννοια στο βαθμό, που αποσυνδέεται από τους ανθρώπους και τις πραγματικές τους επιθυμίες και ανάγκες, από την ίδια την ζωή και την ελεύθερη ύπαρξη τους. Θυμίζουμε, επίσης, ότι ο όρος εθνικισμός απουσιάζει παντελώς από τα αρχαία κείμενα, ενώ ο μόνος που χρησιμοποιείται είναι αυτός του Εθνικού, για να χαρακτηρίσει όλους τους υπόλοιπους (ιδιαίτερα τους ειδωλολάτρες) εκτός από τους χριστιανούς και τους Ιουδαίους. Ο εθνικισμός σαν έννοια συνδέεται με τη λεγόμενη νεωτερικότητα, δηλαδή με όλους τους κυριαρχικούς μετασχηματισμούς που αναδύθηκαν στη Δ. Ευρώπη από τον 16ο ως τον 18ο αι. –προτεσταντισμός, καπιταλισμός, διαφωτισμός, εκβιομηχάνιση. Όπως παρατηρεί ο E.J. Hosbsbaum (Εποχή των Επαναστάσεων, Εθνικισμός), «αν ο νέος εθνικισμός είχε περιοριστεί μόνο στα μέλη των εθνικοεπαναστατικών αδελφοτήτων δεν θα άξιζε περισσότερη προσοχή. Εντούτοις, αντανακλούσε, επίσης, πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, που έκαναν την εμφάνισή τους και απέκτησαν πολιτική συνείδηση στη δεκαετία του 1830 ως αποτέλεσμα της διττής επανάστασης. Οι πιο ισχυρές, σε πρώτη φάση, ήταν η δυσαρέσκεια των μικροτέρων γαιοκτημόνων και των μελών της κατώτερης αριστοκρατίας, καθώς και η εμφάνιση μιας εθνικής μεσαίας τάξης, ή ακόμη και κατώτερης μεσαίας τάξης, σε πολλές χώρες· και τις δύο δυνάμεις εκπροσωπούσαν σε μεγάλο βαθμό επαγγελματίες διαννοούμενοι». Σύμφωνα με έναν από τους γνωστότερους μελετητές του εθνικισμού, τον Elie Kedourie, «η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα εκ φύσεως συγκροτείται από έθνη, πως τα έθνη χαρακτηρίζονται από γνωρίσματα συγκεκριμένα και εμπειρικά διαπιστώσιμα και πως, πέρα από την εθνική αυτοδιάθεση, δεν νομιμοποιείται κανένας άλλος τύπος διακυβέρνησης». Έτσι, ο σύγχρονος πατριωτισμός συνδέεται πρωτίστως με το νεωτερικό, συγκεντρωτικό κράτος και η πρωτότυπη ιδέα του γεννήθηκε κατά την ιστορική στιγμή της μετατροπής των υπηκόων σε πολίτες, στη μετάβαση από το απολυταρχικό Παλαιό Καθεστώς στη νεωτερική δημοκρατική πολιτεία. Ο Μπακούνιν ανέφερε σχετικά: «…Η ευημερία του κράτους είναι η αθλιότητα του πραγματικού έθνους, του λαού. Το μεγαλείο και η ισχύς του κράτους είναι η σκλαβιά του λαού… Το κράτος δεν είναι η πατρίδα. Είναι η αφαίρεση, ο μεταφυσικός, μυστικιστικός, πολιτικός, νομικός μύθος της πατρίδας. Οι λαϊκές μάζες όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους. Αλλ’ αυτό είναι μια φυσική πραγματική αγάπη. Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός… Η πατρίδα, η εθνικότητα, όπως και η ατομικότητα, είναι ένα γεγονός φυσικό και κοινωνικό, ψυχολογικό και ιστορικό ταυτόχρονα. Δεν είναι μια θεωρητική αρχή. Δεν μπορούμε να ονομάσουμε ανθρώπινη αρχή, παρά μόνο ό,τι είναι καθολικό, κοινό σ’ όλους τους ανθρώπους. Η εθνικότητα τους χωρίζει. Δεν είναι λοιπόν αρχή. Αλλά αυτό που είναι η αρχή, είναι ο σεβασμός που ο καθένας πρέπει να έχει για τα φυσικά, πραγματικά ή κοινωνικά γεγονότα. Η εθνικότητα, όπως και η ατομικότητα, είναι ένα από τα γεγονότα αυτά. Οφείλουμε λοιπόν να τη σεβόμαστε. Η καταπίεση της είναι έγκλημα,…γίνεται ιερή αρχή κάθε φορά που απειλείται ή καταπιέζεται. Γι’ αυτό λοιπόν αισθάνομαι ειλικρινά και πάντα τον πατριώτη κάθε καταπιεσμένης πατρίδας». (Γαλλική έκδοση των απάντων Μ. Μπακούνιν, τόμος I, σελ. 225 -227).
νεοπατριωτισμός1Αν διατρέξουμε με συντομία ορισμένες σημαντικές «στιγμές» του παρελθόντος θα διαπιστώσουμε με ευκολία και τις διαφοροποιήσεις, τόσο στο περιεχόμενο του όρου «πατριωτισμός», όσο και στο ποιος θεωρούνταν πατριώτης ή όχι. Ο ελληνο-ρωμαϊκός πατριωτισμός της «πατρίδος» και της «patria» ήταν η πίστη στην πόλη και σε καμία περίπτωση στο έθνος. Ο γιακωβινικός, λαϊκός πατριωτισμός, που δημιουργήθηκε στη Γαλλική Επανάσταση, είχε πολιτική και όχι πολιτισμική βάση, ενώ αργότερα ενισχύεται ο κρατικός πατριωτισμός καθώς επιβάλλεται με το νέο σύστημα των εθνών-κρατών που οικοδομούνται τον 19ο και 20ό αιώνα. Η ιδιότητα, λοιπόν, του πολίτη αντικατέστησε εκείνη του υπηκόου. Αλλά για να θεωρούμαστε πολίτες πρέπει να είμαστε ενταγμένοι σε μια πολιτική κοινότητα, σύμφωνα με τους θιασώτες του συνταγματικού πατριωτισμού. Τι θέση, όμως, παίρνουν οι αναρχικοί απέναντι στο δίλλημα που έχει τεθεί, για μιαν ακόμη φορά, ύστερα από εκατοντάδες χρόνια και μας καλεί να διαλέξουμε ανάμεσα στον νέο-πατριωτισμό και στον κοσμοπολιτισμό; Ας κάνουμε, όμως, μια αναδρομή. Η κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς στα 1570 έδωσε την αφορμή για μια διαμάχη απόψεων γύρω από την πολιτική και την έννοια της πατρίδας. Το 1572 ο Πάολο Παρούτα έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Della perfezione della vita politica» (Για την τελειοποίηση της πολιτικής ζωής), όπου, μεταξύ άλλων, τόνιζε ότι ήταν καθήκον κάθε ενάρετου ανδρός να συμμετέχει στην πολιτική ζωή (κάτι που δεν αφορούσε τις γυναίκες ακόμη, ενώ ακόμη και για τους άνδρες υπήρχαν προϋποθέσεις). Το καθήκον αυτό πήγαζε από κάποιο υπέρτερο: την αγάπη προς την πατρίδα, «η οποία είναι μια συντροφία ανθρώπων, όχι τυχαία και βραχυχρόνια όπως των ναυτικών, αλλά βασισμένη στη φύση, (…) η οποία περιλαμβάνει τους γιους και τους γονείς, τους φίλους». Την απάντηση έδωσε ένας ιερωμένος, ο Μονσινιόρ Φίλιππος Μοντσενίγος, λέγοντας ότι αυτή η αγάπη για την πατρίδα δεν ανήκει στους φυσικούς νόμους αλλά είναι ανθρώπινο δημιούργημα. «Ο Θεός δεν έθεσε σύνορα ούτε στα πτηνά του ουρανού ούτε στα ζώα της γης ούτε στους ιχθείς των ωκεανών. Γιατί επομένως οι άνθρωποι, που είναι ανώτεροι από τα ζώα, θα έπρεπε να κλείνονται στα όρια μιας πατρίδας; (…) Αληθινή πατρίδα είναι αυτή στην οποία ζει κανείς καλά. Επομένως ο σοφός άνθρωπος μπορεί να ονομάσει πατρίδα του οποιοδήποτε μέρος του κόσμου». Ο Μοντσενίγος κατά βάθος δεν αναγνώριζε άλλη πατρίδα από την ουράνια. Ο Παρούτα με την σειρά του απάντησε, ότι «δεν έχουμε τίποτε πιο ακριβό και πιο πολύτιμο από την πατρίδα. Αν καταστραφεί η αγάπη για την πατρίδα, χάνεται κάθε αξιοπρέπεια της πολιτισμένης ζωής, της ζωής μέσα στην πολιτεία». Η συζήτηση αυτή δεν σταμάτησε ποτέ αλλά αναζωπυρώθηκε ιδιαίτερα με την εμφάνιση και την προβολή των αξιών και των λογικών του Διαφωτισμού όταν πλέον ο κοσμοπολιτισμός ονομάζεται «ουνιβερσαλισμός» και ο πατριωτισμός συγχρωτίζεται όπως είπαμε με τον εθνικισμό, ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται η προβληματική των ταξικών συμφερόντων και προσδοκιών, τα οποία τέμνουν τα εθνικά συμφέροντα σύμφωνα με τον προλεταριακό διεθνισμό.
Δεν είναι, λοιπόν, το κρίσιμο ζήτημα για τους αναρχικούς, αν ο κοσμοπολιτισμός θα καταντήσει ένας άνευρος «μητροπολιτισμός» ή θα ασκήσει κοινωνική κριτική απέναντι στην πολιτική των μητροπολιτικών κέντρων και στους μηχανισμούς που παγκοσμιοποιούν μια ομοιόμορφη εμπορευματική κουλτούρα. Ποιος αναρχικός μπορεί να ξεχνά, ότι οι κυρίαρχοι μέσω των οικονομικών, πολιτικών και κυβερνητικών δικτύων που διαθέτουν, προσφέρουν συχνά φιλόξενη υποδοχή στις θεωρίες του αντεθνικισμού, του αντιρατσισμού, του φεμινισμού, του πολυπολιτισμού και της διαφοράς; Ποιος αναρχικός μπορεί να παραβλέπει, ότι με τον έναν ή άλλο τρόπο πολλά από τα λεγόμενα «νέα κινήματα» ή οι όποιες επενδύσεις της αριστεράς στον νεοπατριωτισμό δεν έρχονται σε καμία αντίθεση, παρά τονώνουν τους ευρύτερους κυριαρχικούς σχεδιασμούς που εκφράζονται από τον κοσμοπολιτισμό της ενοποιημένης και ενοποιούμενης κυριαρχίας; Ή μήπως οι αναρχικοί μπορούν να πάρουν το μέρος ενός κοινοτισμού που προκρίνει τη δημόσια αναγνώριση συλλογικών δικαιωμάτων στις μειονότητες όσον αφορά τη γλώσσα, την εκπαίδευση, την διατήρηση και προαγωγή της παράδοσής τους κ.λπ. ή ενός φιλελευθερισμού που θεωρεί ότι η ανεκτικότητα και η θεσμική αναγνώριση και προστασία της διαφοράς αφορά αποκλειστικά τον ιδιωτικό βίο των ατόμων;
Απέναντι, λοιπόν, στον νεοπατριωτισμό, στην κάθε είδους προβολή της επιστροφής στην εθνοκεντρική ελληνικότητα (όπως εκφράζεται μέσω της προβολής της τοπικότητας, της ελληνικής διατροφής, της αναβίωσης των ιστορικών μυθιστορημάτων, των εκπομπών, όπως οι «Μεγάλοι Έλληνες» κοκ), ή στην συνεχή υπενθύμιση του ελληνικού «πεπρωμένου» που αφορά την δόξα και μόνο αυτή, δεν διαλέγουμε τον κοσμοπολίτικο διεθνισμό που αναμασά η αριστερά στα όποια διαλλείματα των νεοπατριωτικών της ασκήσεων. Στον ίδιο βαθμό, όμως, δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός, ότι ενώ εξελίσσεται η «κρίση», δεν είναι ούτε οι «ομάδες», ούτε οι «τάξεις», ούτε τα «κοινωνικά κινήματα», ούτε οι «μάζες» και τα «κόμματα», το σημαίνον για τις σημαντικότερες «δεξαμενές σκέψης» των κυρίαρχων αλλά οι «κοινότητες», οι οποίες αναλαμβάνουν να εκφράσουν μορφές συλλογικότητας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον (βλ. ψευδοκοινότητες μεσολαβημένες από την κοινωνία της πληροφορίας). Ο νέος πατριωτισμός της τοπικότητας έρχεται να καλλιεργηθεί συνάμα με μια καρικατούρα κοινοτισμού, με την τοπική δράση, την μικροκαλλιέργεια, την συμφεροντολογική κοινωνική «αλληλεγγύη» των παραγωγών που πρωτοστάτησαν στα «κινήματα» της πατάτας, και που μάλιστα προβάλλεται ως η καρικατούρα κάποιου είδους αυτάρκειας, όταν την ίδια στιγμή κάθε έννοια κοινού έχει κουρελιαστεί με κάθε τρόπο. Η παγκοσμιοποίηση, λοιπόν, δεν συντελείται ερήμην ούτε ενάντια στο «τοπικό», όπως με κάθε τρόπο ξεκαθαρίζουν και οι θεωρητικοί ή ειδήμονες των «δεξαμενών σκέψεων» κάθε κυριαρχικού κέντρου. Η παγκοσμιοποίηση γι’ αυτούς είναι και τα δύο: ομοιομορφία και ποικιλότητα, χειραγώγηση και χειραφέτηση, συγκεντρωτισμός και αποκέντρωση, καθολικότητα και μερικότητα, παγκοσμιότητα και τοπικότητα κοκ…

Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 122, Δεκέμβριος 2012
πηγή:
Posted in: Uncategorized